Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

ΚΑΣΤΑΝΙΑ

Καστανιά: Μια καλλιέργεια με σίγουρα κέρδη

Εξασφαλισμένη είναι η απορρόφηση της παραγωγής, καθώς το προϊόν βρίσκεται σε ανεπάρκεια, όχι μόνο στην ελληνική αλλά και στην παγκόσμια αγορά

Μια σύγχρονη φροντισμένη φυτεία αποδίδει περίπου 350-400 ευρώ ανά στρέμμα τον χρόνο, ενώ τα νεαρά δέντρα αρχίζουν να καρποφορούν από το τρίτο έτος
Μια σύγχρονη φροντισμένη φυτεία αποδίδει περίπου 350-400 ευρώ ανά στρέμμα τον χρόνο, ενώ τα νεαρά δέντρα αρχίζουν να καρποφορούν από το τρίτο έτος
Μπορεί η καλλιέργεια κάστανου να μη θεωρούνταν τα προηγούμενα χρόνια ελκυστική στη χώρα μας, ωστόσο δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι θα μπορούσε να αποτελέσει βασικό άξονα ανάπτυξης ορεινής οικονομίας σε πολλές περιοχές της χώρας μας. Η Ελλάδα, ενώ θα μπορούσε να είναι εξαγωγική, εισάγει τα τελευταία χρόνια περίπου 7.000 τόνους νωπό κάστανο από την Τουρκία, την Πορτογαλία και πρόσφατα από την Κίνα και τη Ν. Κορέα, ενώ απροσδιόριστη ποσότητα επεξεργασμένου κάστανου εισάγεται από την Ιταλία και τη Γαλλία.
Αυτό που διαπιστώνουν οι ειδικοί ερευνητές που ασχολούνται με την προώθηση προσοδοφόρων καλλιεργειών σε απάντηση εκείνων που συντηρούνταν επί δεκαετίες με τις καλλιέργειες, είναι πως, δυστυχώς, η διαχρονική έλλειψη σχεδιασμού για τις εναλλακτικές καλλιέργειες και η έλλειψη πολιτικών υποστήριξης των ορεινών πληθυσμών που εξανάγκασε τους νέους να μετακινηθούν στα αστικά κέντρα, έφεραν την καστανοκαλλιέργεια στην Ελλάδα, σχεδόν σε καθεστώς εγκατάλειψης.
Η ελληνική μέση ετήσια παραγωγή κάστανου υπολογίζεται σήμερα σε περίπου 12.000 τόνους από 18.000 τόνους που έφθανε τη δεκαετία του 1960 και υπάρχει δυνατότητα τουλάχιστον διπλασιασμού της ποσότητας αυτής.
Είναι, άλλωστε, ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι το κάστανο αποτελεί προϊόν εν ανεπαρκεία όχι μόνο στην ελληνική αλλά και στην παγκόσμια αγορά. Ετσι, η τάση για αύξηση της παραγωγής έχει εξασφαλισμένη την απορρόφηση, γεγονός που δεν συμβαίνει με άλλα ελληνικά προϊόντα.
Η ελληνική μέση ετήσια παραγωγή κάστανου υπολογίζεται σήμερα σε περίπου 12.000 τόνους από 18.000 που έφτανε τη δεκαετία του 1960
Η ελληνική μέση ετήσια παραγωγή κάστανου υπολογίζεται σήμερα σε περίπου 12.000 τόνους από 18.000 που έφτανε τη δεκαετία του 1960
Ενας εκ των βασικότερων λόγων που συνέβαλαν στην υποβάθμιση της καστανοκαλλιέργειας στη χώρα μας ήταν η ασθένεια του έλκους της καστανιάς, η οποία μέχρι τις αρχές της 10ετίας του '90 είχε εξαπλωθεί στο μεγαλύτερο τμήμα της χώρας.
Ωστόσο, τα αισιόδοξα αποτελέσματα της βιολογικής καταπολέμησης του έλκους της καστανιάς τα τελευταία χρόνια από την Ειδική Γραμματεία Ανάπτυξης & Προστασίας Δασών και Φυσικών Οικοσυστημάτων σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών, ενθάρρυναν ιδιοκτήτες ορεινών εγκαταλελειμμένων εκτάσεων να φυτέψουν και πάλι καστανιές.
Καστανιά: Μια καλλιέργεια  με σίγουρα κέρδη
Η τυποποίηση προσδίδει προστιθέμενη αξία
Η τυποποίηση και η μεταποίησή του κάστανου είναι σχεδόν άγνωστα στην Ελλάδα. Αν και παραδοσιακό προϊόν, το κάστανο αποτελεί στην Ελλάδα έναν "παρεξηγημένο" καρπό καθώς καταναλώνεται για μόνον περίπου πέντε μήνες τον χρόνο, δηλαδή τρεις μήνες πριν από τα Χριστούγεννα και δύο μήνες μετά. Περίπου το 90% της ελληνικής παραγωγής κάστανου καταναλώνεται στο εσωτερικό, ψητό ή βραστό.
Το 10% φέρεται στην αγορά ως marrons glaces και πωλείται σε αστρονομικές τιμές (16-20 ευρώ ανά κιλό) ή ως γλυκό συντηρημένο σε σιρόπι που παρασκευάζεται τοπικά από οικογενειακής κλίμακας μικρές επιχειρήσεις (περιοχές Πηλίου, Καρπενησίου κ.ά.). Προϊόντα όπως η φαρίνα, ο πουρές και η κρέμα, κάστανα συντηρημένα σε νερό ή συσκευασμένα σε κενό, ηδύποτα και εξαιρετική μπίρα είναι άγνωστα στα ελληνικά νοικοκυριά και στον μέσο Ελληνα. Η μεταποίηση της ελληνικής παραγωγής θα προσδώσει προστιθέμενη αξία στο προϊόν, θα "ανοίξει" την αγορά και θα δημιουργήσει προϋποθέσεις εξαγωγών με τελικό στόχο την αύξηση του εισοδήματος του αγρότη.
Καστανιά: Μια καλλιέργεια  με σίγουρα κέρδη
Απόσβεση σε δύο χρόνια
4.000 ευρώ τον χρόνο η απόδοση για καλλιέργεια 10 στρεμ.
Το κόστος για την καλλιέργεια καστανιάς σε μια έκταση 10 στρεμμάτων ανέρχεται σε 8.000 ευρώ, ενώ τα ετήσια καθαρά κέρδη φτάνουν τις 4.000 ευρώ. Βάσει, δηλαδή, του κόστους και της ετήσιας απόδοσης η απόσβεση της επένδυσης θα έχει ολοκληρωθεί σε δύο χρόνια από τη στιγμή που αρχίσει η καρποφορία.
Η μέση τιμή εμβολιασμένων δενδρυλλίων καστανιάς είναι 3-4 ευρώ και επομένως το κόστος εγκατάστασης ανά στρέμμα ανέρχεται σε:
  • Φυτευτικό υλικό 8Χ8 (15 δενδρύλλια ανά στρέμμα) περίπου 60 ευρώ.
  • Περίφραξη (πάσσαλοι, σύρμα κ.ά.) περίπου 400 ευρώ.
  • Αρδευτικό σύστημα (πλαστική δεξαμενή, λάστιχα κ.ά.) περίπου 350 ευρώ.
  • Συνολικά, δηλαδή, το κόστος της επένδυσης ανά στρέμμα φθάνει περίπου τα 800 ευρώ.
Η απόδοση της καλλιέργειας καστανιάς δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη. Με σημερινές τιμές, μια σύγχρονη, φροντισμένη φυτεία αποδίδει περίπου 350-400 ευρώ ανά στρέμμα τον χρόνο, ενώ τα νεαρά δένδρα αρχίζουν να καρποφορούν από το τρίτο έτος.
Στην Ελλάδα υπάρχουν 6 σαφείς πληθυσμοί και όχι ποικιλίες φρουτοπαραγωγικών δένδρων καστανιάς, οι οποίοι διακρίνονται μάλλον από τη γεωγραφική τους διασπορά παρά από τις γενετικές τους διαφορές.
Αυτοί είναι από Β προς Ν οι: 1. Κοζάνης ή Βοΐου, 2. Βόλου ή Πηλίου, 3. Καρπενησίου, 4. Πάρνωνα, 5. Λέσβου και 6. Κρήτης.
Οι εν λόγω πληθυσμοί έχουν εγκλιματιστεί και η ποσοτική και ποιοτική απόδοσή τους είναι ικανοποιητική. Οπως βέβαια επισημαίνει ο κ. Στέφανος Διαμαντής, ερευνητής του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών, είναι λυπηρό πως οι πληθυσμοί αυτοί δεν έχουν μελετηθεί και αξιολογηθεί επαρκώς και βέβαια δεν έχουν πιστοποιηθεί ώστε σε κάθε περιοχή να χρησιμοποιείται το άριστο τοπικό γενετικό υλικό.
Αν και στο ΦΕΚ 1952 Β'/23.9.2009 δημοσιεύτηκε ο "Τεχνικός Κανονισμός Ελέγχου και Πιστοποίησης πολλαπλασιαστικού υλικού οπωροφόρων φυτών και δένδρων που προορίζονται για την παραγωγή φρούτων, κατηγοριών ανωτέρων της κατηγορίας CAC που παράγεται στη χώρα μας", στον οποίο περιλαμβάνονται η καστανιά και η καρυδιά, είναι λυπηρό που καμία ενέργεια δεν έχει γίνει από το ΥΑΑ & Τ για την ανάθεση της σχετικής μελέτης για την καστανιά και την καρυδιά.
Καλλιεργητές που ιδρύουν νέους σύγχρονους καστανεώνες καταφεύγουν στην προμήθεια εισαγόμενων γαλλικών ποικιλιών καστανιάς και κυρίως των Marigoule και Marsol σε υπερβολικά υψηλές τιμές, οι οποίες όμως δεν υπερτερούν σε χαρακτηριστικά των ελληνικών.
Πώς μπορεί να αυξηθεί η παραγωγή
Η καλλιέργεια της καστανιάς που υποστηρίζεται από το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών απευθύνεται σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές της χώρας και μπορεί να αξιοποιήσει χιλιάδες στρέμματα που σήμερα παραμένουν ακαλλιέργητα. Παρόλο μάλιστα που η καστανιά αναπτύσσεται σε 28 νομούς, η καστανοκαλλιέργεια εμφανίζεται σε καθεστώς εγκατάλειψης σε όλα τα επίπεδα (κυβέρνησης, Τοπικής Αυτοδιοίκησης και παραγωγών), ενώ και το κάστανο στην ελληνική αγορά είναι ένα παρεξηγημένο προϊόν. Καταναλώνεται σε ποσοστό περίπου 90% ως νωπό, τρεις μήνες πριν από τα Χριστούγεννα και τρεις μήνες μετά.
Η Ελλάδα, αν και θα μπορούσε να είναι εξαγωγική χώρα, εισάγει 6.000-7.000 τόνους νωπό κάστανο ετησίως από την Τουρκία, την Πορτογαλία, την Κίνα και τη Ν. Κορέα και άγνωστη ποσότητα μεταποιημένου από την Ιταλία και τη Γαλλία.
Η ελληνική παραγωγή κάστανου μπορεί όχι μόνο να ανακάμψει, αλλά και να διπλασιαστεί, αρκεί να υπάρξει μια δυναμική πολιτική που να επικεντρωθεί στα εξής σημεία:
  • Στην πιστοποίηση του ελληνικού γενετικού υλικού καστανιάς και στην παραγωγή και διάθεση άριστου εντόπιου φυτευτικού υλικού σε προσιτές τιμές.
  • Στην καθιέρωση κινήτρων για την αντικατάσταση των υπέργηρων δένδρων με νέα δένδρα, πιο αποδοτικών ποικιλιών ή προελεύσεων και σε διάστημα μίας 10ετίας.
  • Στην ίδρυση νέων σύγχρονων καστανεώνων όπου οι κλιματεδαφικές συνθήκες το επιτρέπουν.
  • Στη χρήση της καστανιάς σε αναδασωτικά προγράμματα και δασώσεις αγρών, καθόσον αποτελεί πολύτιμο, αυτόχθονο, δασοπονικό είδος, ενώ παρέρχεται και ο κίνδυνος της ασθένειας του έλκους της καστανιάς.
  • Στην ίδρυση ανά ευρύτερη καστανοπαραγωγό περιοχή κατάλληλης υποδομής για την ποιοτική ταξινόμηση (διαλογητήρια) και συντήρηση του προϊόντος (ψυγεία).
  • Στην έκδοση Προεδρικού Διατάγματος για την καθιέρωση προδιαγραφών ποιοτικής ταξινόμησης του ελληνικού κάστανου.
  • Στην ίδρυση ιδιωτικών ή συνεταιριστικών βιομηχανιών τυποποίησης, μεταποίησης και συντήρησης του κάστανου ώστε να αυξηθεί η απορρόφησή του στην αγορά και να καταστεί διαθέσιμο όλο τον χρόνο.
  • Στη διαφήμιση των ευεργετικών διατροφικών του χαρακτηριστικών και βιολογικής καθαρότητας του προϊόντος.
  • Στη βελτίωση της εμπορίας του νωπού και μεταποιημένου καρπού.
  • Στην αξιοποίηση του κάστανου ως στοιχείου ανάπτυξης αγρο-τουρισμού ιδιαίτερα κατά την περίοδο ωρίμανσης και συλλογής των καρπών με γιορτές κάστανου και άλλες εκδηλώσεις.
  • Στη συστηματική εκπαίδευση και ενημέρωση των παραγωγών σε θέματα σχετικά με το κάστανο και την καλλιέργειά του από ειδικευμένους επιστήμονες (σεμινάρια, εκλαϊκευμένο έντυπο υλικό).
Οι τεχνικές φύτευσης και η καταπολέμηση των ασθενειών
Η καλλιέργεια της καστανιάς μπορεί να αξιοποιήσει σημαντικό ποσοστό ορεινών και ημιορεινών περιοχών της χώρας. Σύμφωνα με την παραδοσιακή τεχνική, οι παραγωγοί φυτεύουν άγρια υποκείμενα στα κτήματά τους σε φυτευτικό σύνδεσμο από 8Χ8 έως 10Χ10 μ. Οταν τα δενδρύλλια φθάσουν σε ηλικία περίπου 3 ετών, τότε προβαίνουν σε εμβολιασμό (ενοφθαλμισμό ή με σχιστό και υπόφλοιο εγκεντρισμό) με εμβόλια τα οποία προμηθεύονται από εκλεκτούς φαινότυπους (plus trees) που κατά την κρίση τους εντοπίζουν σε δικά τους ή γειτονικά κτήματα.
Ομως, στον 21ο αιώνα η προσέγγιση αυτή είναι εντελώς απαράδεκτη. Οι παραγωγοί θα πρέπει πρώτα να προβαίνουν σε εδαφολογική ανάλυση των αγροτεμαχίων τους. Εάν το έδαφος είναι κατάλληλο, θα πρέπει να κάνουν έρευνα αγοράς και να προμηθεύονται τα δενδρύλλια επιθυμητής ποικιλίας ή προέλευσης. Μετά την καταπολέμηση του έλκους της καστανιάς και τον έλεγχο της μελάνωσης με φειδωλή άρδευση, δεν υπάρχει κανένας λόγος οι ενδιαφερόμενοι καλλιεργητές να καταφεύγουν σε γαλλικές ή άλλες ξενόφερτες ποικιλίες με άνοστο καρπό ("πατάτα") και οι οποίες διαφημίζονται ως ανθεκτικές σε ασθένειες.
Τροφή με υψηλή θερμιδική αξία
Το κάστανο αποτελεί καρπό πλούσιο σε θρεπτικά στοιχεία (άμυλο, σάκχαρα, πρωτεΐνες, λίπη και φυτικές ίνες), μεταλλικά στοιχεία και βιταμίνες Β1, Β2, Β3, Β5, C, ενώ αποτελεί τροφή με αρκετά υψηλή θερμιδική αξία χωρίς χοληστερόλη (189 θερμίδες / 100 γραμ.). Σημειώνεται πως η βιταμίνη C είναι θερμο-ανθεκτική και επομένως δεν διασπάται κατά το βράσιμο ή ψήσιμο των καρπών. Η γεύση της σάρκας του καρπού είναι υπόγλυκη, ζαχαρώδης και στους άγριους καρπούς ελαφρά πικρή, ιδιαίτερα όταν τρώγεται με το περισπέρμιο (χνουδωτή επιδερμίδα).
Ευεργετικό για την υγεία το μέλι καστανιάς
Το μέλι ανθέων καστανιάς δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό στη χώρα μας. Είναι σκουρόχρωμο και έχει ιδιαίτερα έντονη γεύση και μοναδικό άρωμα. Ομως, το μέλι που παράγεται από άνθη καστανιάς έχει τον ιδιαίτερο βιολογικό χαρακτήρα να εμποδίζει την ανάπτυξη βακτηριακών προσβολών στον άνθρωπο. Στην Ιταλία το μέλι καστανιάς παραδοσιακά χρησιμοποιείται για επικάλυψη χρόνιων πληγών, εγκαυμάτων και δερματικών ελκών, ακριβώς λόγω της αντιβακτηριακής του δράσης.
Συμπερασματικά, το κάστανο όχι μόνον αποτελεί καρπό υψηλής διατροφικής αξίας, αλλά είναι και εξαιρετικά ευεργετικό για την ανθρώπινη υγεία. Το ίδιο ισχύει και για το μέλι που παράγεται από άνθη καστανιάς.

ΠΗΓΗ:  ΕΘΝΟΣ

ΜΥΡΤΙΛΟ


Ιδανικό για το φυτό το κλίμα της Ελλάδας - Οι τεχνικές φύτευσης

Το δενδρώδες μύρτιλο είναι θάμνος με ύψος 1,5-1,8 μέτρα που προτιμά περιοχές με μεγάλη ηλιοφάνεια, αλλά μπορεί να ανεχθεί και τη μερική σκίαση.

Στα 1.000-1.200 ευρώ υπολογίζεται το κόστος εγκατάστασης ενός στρέμματος δενδρώδους μύρτιλου
Στα 1.000-1.200 ευρώ υπολογίζεται το κόστος εγκατάστασης ενός στρέμματος δενδρώδους μύρτιλου
Το δενδρώδες μύρτιλο είναι θάμνος με ύψος 1,5-1,8 μέτρα που προτιμά περιοχές με μεγάλη ηλιοφάνεια, αλλά μπορεί να ανεχθεί και τη μερική σκίαση. Η επικονίαση των ανθέων του μύρτιλου εξασφαλίζεται με τα έντομα και κυρίως με τις μέλισσες.
Το μύρτιλο φύεται σε μία μεγάλη ποικιλία κλίματος. Το φυτό αυτό είναι ανθεκτικό πολύ στο ψύχος, μπορεί να επιζήσει σε θερμοκρασίες -28ο C ή και χαμηλότερες ακόμη.
Το κλίμα της Ελλάδας είναι κατάλληλο για την καλλιέργεια του μπλούμπερι. Προσοχή χρειάζεται μόνο στην επιλογή της κατάλληλης ποικιλίας που πρέπει να καλλιεργηθεί. Στη Βόρεια Ελλάδα μπορούν να καλλιεργηθούν ποικιλίες που απαιτούν μεγαλύτερα ποσά χειμερινού ψύχους για να αρθεί ο λήθαργος των οφθαλμών τους, ενώ στη Νότια Ελλάδα ποικιλίες που απαιτούν μικρότερα ποσά χειμερινού ψύχους.
Το ιδανικό έδαφος για το δενδρώδες μύρτιλο είναι το ελαφρό αμμώδες ή χαλικώδες έδαφος, που έχει πολύ χαμηλό pΗ (pΗ 4,8-5,2). Το έδαφος αυτό πρέπει να στραγγίζει καλά και να περιέχει υψηλή περιεκτικότητα σε οργανική ουσία.
Μερικά είδη εδαφών, λόγω του ότι το pΗ τους είναι σχετικά υψηλό, απαιτούν μία διαδικασία όξυνσης και μείωσης του pΗ τους πριν από το φύτεμα των δενδρυλλίων. Η καλλιέργεια του μύρτιλου απαιτεί την καλή κατεργασία του εδάφους πριν από το φύτεμα και την εγκατάσταση της καλλιέργειας.
Η φύτευση του δενδρώδους μύρτιλου γίνεται κατά προτίμηση στα τέλη του χειμώνα-άνοιξη. Σε περιοχές όμως της κεντρικής, νότιας και νησιωτικής Ελλάδος μπορεί να φυτευτεί την περίοδο Οκτωβρίου-Μαρτίου. Οι αποστάσεις φυτεύσεως ποικίλλουν από 2,0 Χ 2,5 m. Ο αριθμός των φυτών συνήθως είναι περίπου 200 φυτά ανά στρέμμα.
Τα πρώτα τέσσερα χρόνια μετά το φύτεμα γίνεται ένα ελαφρό κλάδεμα που συνίσταται κυρίως στο "άνοιγμα" του φυτού. Για να επιλέξει κανείς ποια ποικιλία θα εγκαταστήσει, πρέπει να λάβει υπόψη του πολλούς παράγοντες, μεταξύ αυτών ο σημαντικότερος είναι η προσαρμοστικότητα της ποικιλίας στις ιδιότητες του εδάφους και στο κλίμα της περιοχής.
Το μύρτιλο πολλαπλασιάζεται με σπόρους, με χλωρά και ξυλώδη μοσχεύματα και με την in vitro καλλιέργεια.
Ευεργετικές ιδιότητες
Ο καρπός του διακρίνεται για την ελαφρά του περιεκτικότητα σε σάκχαρα και θερμίδες, ενώ είναι πλούσιος σε φυτικές ίνες και αντιοξειδωτικά, είναι δε χαρακτηριστικές οι διουρητικές του ιδιότητες.
Οι καρποί του είναι πλούσιοι σε υδροδιαλυτές βιταμίνες, σε κιτρικό και μηλικό οξύ, αλκαλοειδή, ανθοκυανοσίνες, σε πεντοζιδινικές βάσεις και τανίνες.
Οι ουσίες αυτές έχουν αντισηπτικές, αντι-διαρροϊκές και αντι-αιμορραγικές ιδιότητες.
Είναι καρποί οι οποίοι διακρίνονται για τις πλούσιες αντιοξειδωτικές τους ουσίες, με όποια μέθοδο και αν τις μετρήσουμε. Μεταξύ 38 διαφορετικών φρούτων και λαχανικών που αναλύθηκαν, το μπλούμπερι έχει πολύ μεγάλη αντιοξειδωτική δράση, κατέχει τη 2η θέση μετά το ιπποφαές.

ΠΗΓΗ:  ΕΘΝΟΣ

ΜΥΡΤΙΛΛΟ


5.000 € ανά στρέμμα από την καλλιέργεια του μύρτιλου

Ενθαρρυντικά τα πρώτα αποτελέσματα από τις περιοχές της χώρας μας, όπου καλλιεργείται το μύρτιλο

Τα προϊόντα του μύρτιλου αποτελούν την πρώτη ύλη σε πολλές βιομηχανίες τροφίμων και καλλυντικών, καθώς και φαρμακοβιομηχανίες
Τα προϊόντα του μύρτιλου αποτελούν την πρώτη ύλη σε πολλές βιομηχανίες τροφίμων και καλλυντικών, καθώς και φαρμακοβιομηχανίες
Ενα ελκυστικό εμπορικά προϊόν που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό στη χώρα μας, αποτελεί μια νέα πρόταση για εναλλακτική αγροτική δραστηριότητα στη χώρα μας. Πρόκειται για την καλλιέργεια του λεγόμενου μύρτιλου, οι αποδόσεις της οποίας δύσκολα θα αφήσουν κάποιον ασυγκίνητο, καθώς τα έσοδα ανά στρέμμα φθάνουν να κινούνται στα επίπεδα των 4.000-5.000 ευρώ.
Η καλλιέργεια του μύρτιλου, αν και δεν επιδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ενωση, αποτελεί μια σύγχρονη αγροτική δραστηριότητα με διόλου ευκαταφρόνητες αποδόσεις.
Το μύρτιλο ή "μπλούμπερι" όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο εξωτερικό, αποτελεί -σύμφωνα με τους ειδικούς- μία πολύ καλή εναλλακτική καλλιέργεια που μπορεί να καλλιεργηθεί σε όλα τα σημεία της χώρας μας από την Κρήτη μέχρι τον Εβρο λόγω του ότι περιλαμβάνει ποικιλίες που έχουν μεγάλη προσαρμοστικότητα στο κλίμα και κυρίως υπάρχουν ποικιλίες που έχουν ανάγκη από περισσότερο ή λιγότερο χειμερινό ψύχος για να αναπτυχθούν και να δώσουν ικανοποιητική παραγωγή. Το μύρτιλο λόγω της μεγάλης του προσαρμοστικότητας στο ελληνικό περιβάλλον, αλλά και λόγω του πολύ υψηλού εισοδήματος που μπορεί να αποδώσει, αποτελεί μία σοβαρή πρόταση για τους Ελληνες παραγωγούς και όχι μόνο.
Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας, το μύρτιλο καλλιεργείται κυρίως σε 16 χώρες. Οι ΗΠΑ βρίσκονται στην πρώτη θέση των παραγωγών χωρών με το 52% της παγκόσμιας παραγωγής. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται ο Καναδάς με το 32% της παγκόσμιας παραγωγής, ενώ στη συνέχεια ακολουθούν οι ευρωπαϊκές χώρες Πολωνία, Ολλανδία και Ουκρανία.
Η γενική τάση που υπάρχει σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο είναι να αυξάνονται συνεχώς οι καλλιεργούμενες εκτάσεις με το δενδρώδες μύρτιλο. Επίσης παρατηρείται συνεχής αύξηση της καταναλώσεως των προϊόντων μεταποίησής του. Στην αύξηση αυτή, μεγάλο ρόλο παίζουν τα νέα προϊόντα με βάση το μύρτιλο, τα οποία η μεταποιητική βιομηχανία παρουσιάζει συνεχώς στην κατανάλωση και τα οποία κυκλοφορούν στις διεθνείς αγορές. Πολύ σημαντικοί παράγοντες της ανάπτυξης της κατανάλωσης των προϊόντων του μύρτιλου αποτελούν επίσης οι πολύτιμες θεραπευτικές του ιδιότητες, οι οποίες τα τελευταία χρόνια έγιναν ευρέως γνωστές μέσα από διάφορες επιστημονικές μελέτες.
Οσον αφορά την εξέλιξη της πορείας των τιμών παραγωγού, αυτές έχουν μία διαρκή αύξηση, πράγμα που αποτελεί σημαντικό κίνητρο για την επέκταση της καλλιέργειας του μύρτιλου (μπλούμπερι) στις χώρες που καλλιεργείται, αλλά και σε εκείνες που σκοπεύουν στην ανάπτυξη της καλλιέργειάς του.
Το μύρτιλο σήμερα στην Ελλάδα είναι μια νέα καλλιέργεια, που άρχισε να καλλιεργείται συστηματικά κυρίως τα δύο τελευταία χρόνια. Σε πολλά μέρη της χώρας μας (Ηπειρο, Μακεδονία, Στερεά Ελλάδα κ.α.) καλλιεργείται το μύρτιλο, τα δε πρώτα αποτελέσματα είναι πολύ ενθαρρυντικά.
Τα προϊόντα του μύρτιλου (καρποί, φύλλα) αποτελούν την πρώτη ύλη σε πολλές βιομηχανίες τροφίμων (χυμοί, μαρμελάδες, αρτοσκευάσματα, εσάνς κλπ.), φαρμακοβιομηχανίες, βιομηχανίες καλλυντικών, βιομηχανίες λειτουργικών τροφίμων κλπ.
Το μύρτιλο διακρίνεται για τους καρπούς του τόσο από γευστικής απόψεως όσο και λόγω της μεγάλης τους περιεκτικότητας σε πολύτιμες ουσίες για την υγεία του ανθρώπου, όπως είναι οι αντιοξειδωτικές ουσίες, οι βιταμίνες, τα ανόργανα άλατα κλπ. Οι καρποί του μύρτιλου έχουν ένα πολύ χαρακτηριστικό μπλε χρώμα, καταναλώνονται δε ως νωποί αλλά και ως κατεψυγμένοι ή και μεταποιημένοι.
Κώστας Νάνος

ΠΗΓΗ:  ΕΘΝΟΣ

ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΥΤΑ

Χρυσοφόρα η καλλιέργεια των αρωματικών φυτών

Η καλλιέργεια αρωματικών- φαρμακευτικών φυτών είναι ένας κλάδος της αγροτικής παραγωγής που δείχνει ικανός να δώσει διέξοδο στις σημερινές δύσκολες συνθήκες που αντιμετωπίζει η ελληνική γεωργία.

Πέρα από τις μεγάλες προοπτικές που παρουσιάζει η καλλιέργεια αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών, επιδοτείται και με μεγάλα ποσά ενίσχυσης από τα χρηματοδοτικά προγράμματα του υπουργείου Αγροτικής Ανά
Πέρα από τις μεγάλες προοπτικές που παρουσιάζει η καλλιέργεια αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών, επιδοτείται και με μεγάλα ποσά ενίσχυσης από τα χρηματοδοτικά προγράμματα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης
Η καλλιέργεια αρωματικών- φαρμακευτικών φυτών είναι ένας κλάδος της αγροτικής παραγωγής που δείχνει ικανός να δώσει διέξοδο στις σημερινές δύσκολες συνθήκες που αντιμετωπίζει η ελληνική γεωργία. Παρά το γεγονός ότι η καλλιέργεια των φυτών αυτών στην Ελλάδα είχε ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες, εξακολουθεί να θεωρείται ένα σχετικά νέο πεδίο δράσης για τον ελλαδικό χώρο προσφέροντας μια εναλλακτική δυναμική ανάπτυξης στον πρωτογενή τομέα, ενώ δίνει ώθηση και στον δευτερογενή τομέα της μεταποίησης.
Πρόκειται εξάλλου για μια καλλιέργεια που πέραν των μεγάλων προοπτικών ανάπτυξης που παρουσιάζει όχι μόνο στη βιομηχανία τροφίμων, αλλά και στη φαρμακοβιομηχανία και την αρωματοποιία με την παρασκευή αιθέριων ελαίων, επιδοτείται με μεγάλα ποσά ενίσχυσης από τα χρηματοδοτικά προγράμματα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης.
Στη χώρα μας ευδοκιμούν περισσότερα από 112 είδη, εκ των οποίων 68 χαρακτηρίζονται και μελισσοτροφικά. Τα κυριότερα καλλιεργούμενα είδη είναι: ο δίκταμος, ο κρόκος, η μέντα, η ρίγανη, το τσάι του βουνού, ο μαραθόσπορος και το γλυκάνισο. Ο κρόκος καταλαμβάνει την πρώτη θέση σε καλλιεργούμενη έκταση, παρουσιάζοντας μία σταθερότητα ως προς την έκταση και την παραγωγή, σύμφωνα με στοιχεία των τελευταίων ετών ενώ και η ρίγανη παρουσιάζει αλματώδη αύξηση των αντίστοιχων στοιχείων.
Τα κυριότερα εμπορικά αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά στην Ελλάδα είναι: το τσάι του βουνού, το φασκόμηλο, η ρίγανη, το γλυκάνισο, ο βασιλικός, το μάραθο (μαραθόσπορος), το χαμομήλι, η δάφνη, η μέντα, ο δυόσμος, το κόλιανδρο, το κύμινο, η λεβάντα, το μελισσόχορτο και τέλος τα τυπικά προϊόντα κάποιων περιοχών της Ελλάδας όπως η μαστίχα της Χίου, ο κρόκος της Κοζάνης και ο δίκταμος της Κρήτης.
Τα τελευταία χρόνια σε όλες τις διεθνείς αγορές η ζήτηση για προϊόντα φυσικής προέλευσης είναι αυξανόμενη. Τα αρωματικά φαρμακευτικά φυτά, αλλά και τα πολύ υψηλότερης οικονομικής αξίας δευτερογενή προϊόντα τους -αιθέρια έλαια / εκχυλίσματα έχουν ιδιαίτερα σημαντική θέση σε αυτήν την κατηγορία φυτικών προϊόντων, λόγω των πολλών και διαφορετικών χρήσεων και εφαρμογών τους σε τομείς όπως: βιομηχανία τροφίμων και ποτών, φαρμακοβιομηχανία, αρωματοποιία και αρωματοθεραπεία, βιομηχανία καλλυντικών, σαν αντιοξειδωτικά ή συντηρητικά, σαν καρυκεύματα - αρτύματα κ.ά.
Για τη σωστή ανάπτυξη του κλάδου αυτού, οι δράσεις θα πρέπει να βασίζονται και στη λειτουργία αντίστοιχων μεταποιητικών μονάδων (επεξεργασίας, τυποποίησης, μεταποίησης - παραγωγής αιθέριων ελαίων - εκχυλισμάτων και άλλων υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντων).
Τα τελευταία χρόνια γίνονται αρκετές επενδυτικές προσπάθειες με δραστηριοποίηση στον χώρο των φυσικών προϊόντων, ορισμένες εκ των οποίων έχουν ήδη εδραιωθεί και θεωρούνται επιτυχημένες. Αλλά και μικρότερες μονάδες έχουν ξεκινήσει και εγκατασταθεί, όπως και πολλοί ιδιώτες - παραγωγοί επιθυμούν να ασχοληθούν με την καλλιέργεια των Αρωματικών Φαρμακευτικών φυτών παράλληλα με κάποιας μορφής μεταποίηση.
Ομως, ο υποψήφιος καλλιεργητής αρωματικών φαρμακευτικών φυτών πρέπει να πάρει τη δύσκολη απόφαση ποιο ή ποια είδη να καλλιεργήσει, σε μια αγορά ευμετάβλητη και διαμορφούμενη από διαφορετικές τάσεις.
Γενικά σε όλες τις χώρες η τάση είναι για μεγαλύτερη αναλογία των καλλιεργούμενων ειδών, ενώ οι εταιρείες που παράγουν και εμπορεύονται τέτοιου είδους φυτικά υλικά προτιμούν καλλιεργούμενα, που μπορεί να πιστοποιηθούν και ως βιολογικά.
Κώστας Νάνος

ΠΗΓΗ:  ΕΘΝΟΣ

ΑΡΩΜΑ ΚΕΡΔΟΥΣ ΑΠΟ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ

Αρωμα κέρδους από τα τριαντάφυλλα

Ροδέλαιο και ροδόνερο εξασφαλίζουν υψηλό εισόδημα για τους παραγωγούς

Οι λόγοι για τους οποίους οι τιμές του ροδέλαιου φτάνουν έως τις 5.000 ευρώ το κιλό, έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι βρίσκεται σε πολύ μικρή περιεκτικότητα στο τριαντάφυλλο και δεν υπάρχει χημικό υπ
Οι λόγοι για τους οποίους οι τιμές του ροδέλαιου φτάνουν έως τις 5.000 ευρώ το κιλό, έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι βρίσκεται σε πολύ μικρή περιεκτικότητα στο τριαντάφυλλο και δεν υπάρχει χημικό υποκατάστατό του στην αγορά
Aρωμα... μεγάλου κέρδους "αναδίδει" η εναλλακτική καλλιέργεια βιομηχανικού τριαντάφυλλου από την οποία παράγεται το ροδέλαιο, ένα από τα πιο ακριβά αιθέρια έλαια στον κόσμο, η αξία του οποίου σε βάρος είναι μεγαλύτερη και από τον χρυσό.
Μια επένδυση που στην Κοζάνη αποτέλεσε διέξοδο για αρκετούς πρώην καπνοπαραγωγούς που πλέον ανήκουν στον συνεταιρισμό αρωματικών φυτών Βοΐου Κοζάνης.
Σήμερα καλλιεργούνται συνολικά περίπου 250 στρέμματα στη Μακεδονία (Γρεβενά, Κοζάνη), από τα οποία τα 200 είναι συγκεντρωμένα στο Βόιο. Στόχος είναι μέχρι το 2013 να καλλιεργούνται 3.000 στρέμματα, ώστε η Ελλάδα να μπορεί να διεκδικήσει με αξιώσεις μερίδιο από την παγκόσμια αγορά.
Η καλλιέργεια του ροδέλαιου, αν και δεν επιδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ενωση, αποτελεί μια σύγχρονη αγροτική δραστηριότητα με διόλου ευκαταφρόνητες αποδόσεις.
Τα τριαντάφυλλα χρειάζονται πότισμα μόνο την πρώτη χρονιά εγκατάστασης της φυτείας, διότι έχουν μικρές και αδύναμες ρίζες. Τα επόμενα χρόνια δεν έχουν ανάγκη άρδευσης
Τα τριαντάφυλλα χρειάζονται πότισμα μόνο την πρώτη χρονιά εγκατάστασης της φυτείας, διότι έχουν μικρές και αδύναμες ρίζες. Τα επόμενα χρόνια δεν έχουν ανάγκη άρδευσης
Η απόσταξη των μπουμπουκιών απαιτεί ειδικό εξοπλισμό. Η απόδοση ναι μεν είναι μικρή καθώς 3 τόνοι δίνουν μόλις 1 κιλό ροδέλαιο, αλλά η τελική τιμή είναι εξαιρετικά συμφέρουσα, αφού στη χοντρική ο "ρευστός χρυσός" όπως ονομάζουν το ροδέλαιο πωλείται σε τιμές που κυμαίνονται έως 5.000 ευρώ το κιλό, ενώ στη λιανική φτάνει τα 12-13 ευρώ το γραμμάριο και 4-7 ευρώ το γραμμάριο για το ροδόνερο.
Παρά μάλιστα την πολύ υψηλή τιμή του, έχει τη μεγαλύτερη ζήτηση από όλα τα αιθέρια έλαια στην αρωματοποιία. Οι λόγοι για τους οποίους είναι τόσο ακριβό το ροδέλαιο έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι βρίσκεται σε πολύ μικρή περιεκτικότητα στο τριαντάφυλλο και δεν υπάρχει χημικό υποκατάστατο ροδέλαιου στην αγορά.
Αρωμα κέρδους από τα τριαντάφυλλα
Το ροδέλαιο είναι αιθέριο έλαιο που εξάγεται με εκχύλιση ή απόσταξη από τα νωπά ροδοπέταλα του φυτού "Rosa Damascene". Για πρώτη φορά παρασκευάστηκε αρωματικό νερό ρόδων στις αρχές του 9ου αιώνα στην Περσία από τον Ibn Khaldun, ενώ η Βουλγαρία είναι μία από τις μεγαλύτερες παραγωγούς ροδέλαιου στον κόσμο. Πέραν της Βουλγαρίας που θεωρείται ότι έχει και την καλύτερη ποιότητα, ροδέλαιο παράγουν και η Τουρκία, το Μαρόκο και η Περσία.
Οι προοπτικές ανάπτυξης της παραγωγής ροδέλαιου είναι μεγάλες, καθώς οι χρήσεις του είναι κι αυτές πολλές. Η ζήτησή του ολοένα και αυξάνεται λόγω κυρίως της χρήσης του ως πρώτη ύλη στη βιομηχανία των αρωμάτων, καλλυντικών και στην αρτοζαχαροπλαστική και στην αρωματοθεραπεία. Είναι επίσης αντικαταθλιπτικό, αφροδισιακό και διεγερτικό πέψης.
Το ροδόνερο χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική για να δώσει ιδιαίτερο άρωμα και γεύση σε πολλά γλυκίσματα. Λόγω της μαλακτικής, στυπτικής, τονωτικής και καταπραϋντικής του δράσης, αποτελεί συστατικό πολλών καλλυντικών, φαρμακευτικών και μη προϊόντων.
Προϊόντα με τριαντάφυλλο καταγράφονται από το 570 μ.Χ. με πρώτο το ροδόμηλο, ένα γλύκισμα με ρόδα και κυδώνια. Το γλυκό τριαντάφυλλο παρασκευάζεται από παλιά σε μοναστήρια της Πελοποννήσου, τα Δωδεκάνησα, τις Κυκλάδες και την Κρήτη. Το γλυκό αυτό συνηθίζεται ιδιαίτερα στην Κύπρο και σε όλη τη Μέση Ανατολή. Τα προϊόντα που μπορούν να γίνουν με τριαντάφυλλο είναι πάρα πολλά, μεταξύ αυτών το λικέρ, οι μαρμελάδες, τα αρτοπαρασκευάσματα και τα γλυκά κουταλιού. Το καλύτερο είδος τριαντάφυλλου για γλυκό του κουταλιού, είναι η ρόζα η δαμασκηνή και η ρόζα η σεντιφόλια (εκατοντάφυλλη).
Οι τεχνικές για αποδοτική καλλιέργεια
H ποικιλία του βιομηχανικού τριαντάφυλλου που καλλιεργείται στην Κοζάνη είναι ίδια με εκείνη που καλλιεργείται στη Βουλγαρία, την Τουρκία, τη Ρωσία, την Ινδία και την Κίνα. Πρόκειται για τη ρόζα τη δαμασκηνή (Rosa damascena). Είναι μια ανθεκτική ποικιλία χωρίς να χρειάζεται ιδιαίτερη περιποίηση και πότισμα. Ευδοκιμεί σε ορεινές περιοχές, κυρίως σε υψόμετρα από 600 έως 800 μέτρα.
Φυτεύονται περίπου 400-500 τριανταφυλλιές ανά στρέμμα. Αφού φυτευτεί ένα μόσχευμα το φθινόπωρο (τέλη Νοεμβρίου) ή την άνοιξη (αρχές Μαρτίου), θα πρέπει να περάσει ένας χρόνος για να ξεκινήσει η πρώτη ανθοφορία. Η πλήρης άνθιση επιτυγχάνεται τον τέταρτο χρόνο και διατηρείται μέχρι και τον εικοστό.
Τα άνθη έχουν χρώμα ροζ και είναι τα πιο αρωματικά στον κόσμο. Κάθε φυτό αναπτύσσει πολλούς βλαστούς από το έδαφος, οι οποίοι διακλαδίζονται και δίνουν πολλά άνθη αρχίζοντας από τον δεύτερο χρόνο και μετά. Ενα αναπτυγμένο (4 χρόνων και πάνω) φυτό μπορεί να δώσει μέχρι και 500 ή 600 άνθη στην περίοδο της ανθοφορίας (Μάιος-Ιούνιος).
Χρήσιμες συμβουλές
  • Προτιμούνται αγροί για εγκατάσταση φυτειών ευήλιοι, ευάεροι και προστατευμένοι από τον βορρά. Η τριανταφυλλιά αγαπά χωράφια με χώματα ελαφριά με ουδέτερο pH που έχουν καλή αποστράγγιση.
  • Τα φυτά χρειάζονται πότισμα μόνο την πρώτη χρονιά εγκατάστασης της φυτείας διότι έχουν μικρές και αδύναμες ρίζες. Κατόπιν τα επόμενα χρόνια αναπτύσσουν βαθύ και δυνατό ριζικό σύστημα και δεν έχουν ανάγκη άρδευσης.
  • Η συγκομιδή των ανθέων γίνεται καθημερινά από το χάραμα μέχρι την ανατολή του ηλίου. Οσο περισσότερη ώρα βλέπουν τον ήλιο τα τριαντάφυλλα, τόσο λιγότερο ροδέλαιο παράγουν και υποβαθμίζεται η ποιότητά του.
  • Συγκομίζονται κάθε πρωί τα άνθη της ημέρας τα οποία έχουν έντονο ροζ χρώμα με ζωηρούς κίτρινους στήμονες. Τα άνθη δύο ημερών χάνουν το ροζ χρώμα, γίνονται πιο άσπρα, μαυρίζουν οι στήμονές τους και χάνουν το άρωμά τους.
  • Tηρώντας την καθημερινή πρωινή συγκομιδή, το φυτό ανθίζει περισσότερο τόσο σε ποσότητα όσο και σε χρονική διάρκεια.
  • Την πρώτη χρονιά από την εγκατάσταση, τα μοσχεύματα δεν δίνουν κανένα ή το πολύ 1 ή 2 άνθη. Από τη δεύτερη χρονιά και μετά κάθε φυτό μπορεί να δώσει μέχρι και 150 άνθη, την τρίτη μέχρι 300 και την τέταρτη χρονιά και μετά μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 600 τριαντάφυλλα.
  • Τα περισσότερα τριαντάφυλλα δίνουν οι λυγισμένοι βλαστοί παρά οι ορθόκλαδοι.
  • Οι νεαρές τριανταφυλλιές δεν πρέπει να κλαδεύονται τον πρώτο χρόνο της φυτείας.
  • Τα τριαντάφυλλα συγκομίζονται όταν έχουν ανοίξει τα ροδοπέταλά τους τόσο ώστε να φαίνονται οι κίτρινοι στήμονες.
Από τα καλύτερα στον κόσμο το ροδέλαιο Κοζάνης
Δείγματα ροδέλαιου από προηγούμενες σοδειές αναλύθηκαν προ ετών στο εργαστήριο φαρμακογνωσίας της Φαρμακευτικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Οι μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν έδειξαν ότι το ροδέλαιο που παράγεται στο Βόιο Κοζάνης είναι πολύ καλής ποιότητας, σύμφωνα με τον καθηγητή κ. Λέανδρο Σκαλτσούνη. Η ποιότητα του ροδέλαιου Κοζάνης χαρακτηρίσθηκε άριστη και εφάμιλλη με το ροδέλαιο της Βουλγαρίας, που θεωρείται ένα από τα καλύτερα του κόσμου. Μάλιστα, το ροδέλαιο από τις πιο ορεινές περιοχές του Βοΐου, αποδείχθηκε τότε ανώτερο και από αυτό της Βουλγαρίας.
Εχθροί της καλλιέργειας είναι κυρίως ο αγκρίλος (Agrilus sp.), ένα ξυλοφάγο έντομο που γεννά τ' αβγά του σε νεαρούς βλαστούς νωρίς την άνοιξη. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού οι προνύμφες των εντόμων τρώνε σταδιακά το ξύλο και την εντεριώνη κοντά στο σημείο προσβολής όπου δημιουργείται εξωτερικά ένας κάλος (διόγκωση) στο βλαστό, που είναι και το σημάδι αναγνώρισης της προσβολής.
Αντιμετώπιση του βασικού αυτού εχθρού γίνεται προληπτικά την περίοδο του χειμώνα πριν από την έξοδο των ενήλικων εντόμων την άνοιξη. Τα κλαδιά αυτά συγκεντρώνονται και καίγονται την ίδια περίοδο απ' όλους τους καλλιεργητές της ευρύτερης περιοχής όπου υπάρχουν φυτείες. Ασθένειες δεν έχουν επισημανθεί στη συγκεκριμένη τριανταφυλλιά στον Νομό Κοζάνης διότι μέχρι σήμερα επιλέγονται χωράφια ευήλια και ευάερα με ελαφριά χώματα που έχουν καλή αποστράγγιση. Ετσι αποφεύγεται η δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την ανάπτυξη διαφόρων ασθενειών (ωίδιο, περονόσπορος, σκωρίαση κ.ά.). Η πρώτη προσπάθεια στην Ελλάδα
Το 2004 στο πλαίσιο της προώθησης της καλλιέργειας των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών στον Ν. Κοζάνης, ξεκίνησε η πρώτη προσπάθεια καλλιέργειας των ρόδων από την ομάδα παραγωγών του Βοΐου.
Τα πρώτα φυτά που φυτεύτηκαν το 2004 εισήχθησαν από τη Βουλγαρία. Το 2006 συγκομίσθηκε η πρώτη σοδειά και το 2009 έγινε για πρώτη φορά απόσταξη σε εμπορική κλίμακα με αποστακτήρα υψηλής τεχνολογίας. Ο συνεταιρισμός σήμερα απαριθμεί 15 μέλη, ενώ η καλλιέργεια των ρόδων επεκτείνεται πλέον σε όλο τον Ν. Κοζάνης σε μια έκταση 100 στρεμμάτων περίπου, (τα περισσότερα στην περιοχή του Βοΐου).

ΠΗΓΗ:  ΕΘΝΟΣ

ΑΡΟΝΙΑ

καλλιέργεια η αρόνια

Καθαρό εισόδημα έως και 1.400 € ανά στρέμμα εξασφαλίζει στους παραγωγούς

«Η αρόνια είναι μια πολύ επικερδής καλλιέργεια, αρκεί να ασχοληθεί κάποιος σοβαρά. Αντέχει ακόμη και σε παγετό (-25 βαθμούς Κελσίου), δεν θέλει πολύ νερό και η απόδοσή της είναι πολύ μεγάλη», λένε οι
«Η αρόνια είναι μια πολύ επικερδής καλλιέργεια, αρκεί να ασχοληθεί κάποιος σοβαρά. Αντέχει ακόμη και σε παγετό (-25 βαθμούς Κελσίου), δεν θέλει πολύ νερό και η απόδοσή της είναι πολύ μεγάλη», λένε οι ειδικοί
Το ενδιαφέρον αρκετών παραγωγών, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, άρχισε να έλκει τελευταία μια νέα δυναμική καλλιέργεια που ήταν παντελώς άγνωστη στη χώρα μας μέχρι τώρα και ακούει στο όνομα "αρόνια η μελανόκαρπη".
Η αρόνια είναι ένας θάμνος που αναπτύσσεται σε υγρές περιοχές και κυρίως σε όξινα εδάφη. Είναι λιτοδίαιτο είδος, χωρίς μεγάλες καλλιεργητικές απαιτήσεις και μπορεί να καλλιεργηθεί σε διαφορετικά κλίματα (ξηρά ή υγρά) και εδάφη (αμμώδη ως πηλώδη, όξινα, ουδέτερα, αλκαλικά). Ευδοκιμεί και αναπτύσσεται ταχύτερα σε υγρά, ελαφρά και τυρφώδη εδάφη, ενώ παρότι απαιτεί ηλιοφάνεια, ωστόσο ευδοκιμεί και σε ημίσκιο περιβάλλον.
Αυτό το φυτό κάνει μικρούς μαύρους καρπούς που τρώγονται και χρησιμοποιούνται και στον κλάδο των φαρμακευτικών σκευασμάτων.
Οσο άγνωστη είναι στην Ελλάδα, τόσο διάσημη αποδεικνύεται η αρόνια στη Ρωσία, την Τσεχία, τη Λιθουανία, αλλά και την Πολωνία, όπου καλλιεργείται σε χιλιάδες στρέμματα. Μάλιστα, οι Λιθουανοί παράγουν από αυτούς το φημισμένο κρασί "Aronijos", που συνιστάται ακόμη και για την πρόληψη καρδιοπαθειών.
Μεγάλες εκτάσεις υπάρχουν επίσης στις ΗΠΑ και στα νότια του Καναδά, από όπου εισήχθη στην Ευρώπη, πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αρχικά ως καλλωπιστικό φυτό. Οι χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης ήταν αυτές που το χρησιμοποίησαν πρώτες ως φαρμακευτικό φυτό και είναι χαρακτηριστικό πως εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα καλλιεργούνται σήμερα στη Σιβηρία, ενδεικτικό ότι αντέχει και στο πολύ ψυχρό κλίμα. Στις χώρες αυτές οι μεγαλύτερες ποσότητες χρησιμοποιούνται στη φαρμακολογία, αλλά και για την παρασκευή χυμού, ο οποίος είναι πλούσιος σε φαινόλες, κατεχίνες, φλαβονόλες κ.ά.
Αγνωστη αλλά πολύ επικερδής καλλιέργεια η αρόνια
"Η αρόνια είναι μια πολύ επικερδής καλλιέργεια, αρκεί να ασχοληθεί κάποιος σοβαρά. Αντέχει ακόμη και σε παγετό (-25 βαθμούς Κελσίου), δεν θέλει πολύ νερό και η απόδοσή της είναι πολύ μεγάλη", αναφέρει στο "Εθνος" ο τακτικός ερευνητής του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών του ΕΘΙΑΓΕ Ιωάννης Σπανός, που ασχολείται χρόνια με αυτό το φυτό. Τα πρώτα φυτά έφτασαν από τη Βουλγαρία προ ετών στο αγρόκτημα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στον Χολομώντα Χαλκιδικής και χρησιμοποιήθηκαν σε πειράματα, ενώ ο ίδιος ετοιμάζει τα πρώτα 500 φυτά από μοσχεύματα και σπόρους.
Στις γειτονικές, βαλκανικές χώρες χρησιμοποιούν τους καρπούς για να παρασκευάσουν μαρμελάδα ή γλυκά. Ο καρπός είναι πλούσιος σε πηκτίνη, τον φυσικό οξικό πολυσακχαρίτη που αφθονεί στα μήλα, τα κυδώνια και τα πορτοκάλια. Είναι πολύτιμος για τη φαρμακοβιομηχανία, ενώ τα εκχυλίσματα των φύλλων και των καρπών έχουν αντιοξειδωτικές ιδιότητες και θεραπεύουν πολλές ασθένειες, όπως φλεγμονές, καρδιοπάθειες, διαβήτη κ.ά.
Η αρόνια παράγει μικρούς μαύρους καρπούς που χρησιμοποιούνται και στον κλάδο των φαρμακευτικών σκευασμάτων
Η αρόνια παράγει μικρούς μαύρους καρπούς που χρησιμοποιούνται και στον κλάδο των φαρμακευτικών σκευασμάτων
Επίσης, οι καρποί της αρόνιας είναι μεταξύ των πλέον πλούσιων σε αντιοξειδωτικές ουσίες και σε βιταμίνη C. Για νωπή κατανάλωση δεν παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, επειδή έχουν πολύ στυφή γεύση, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε κοκτέιλ χυμών, αλκοολούχων ή ενεργητικών ποτών, σε τσάι, σιρόπια, ζελέ, σε φαρμακευτικά σκευάσματα και σαν χρωστικές τροφίμων.
Η αρόνια περιέχει υψηλές ποσότητες ανθοκυανών και φλαβονοειδών. Η αρόνια χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της υπέρτασης, επειδή συμβάλλει στην κανονική διαπερατότητα και ελαστικότητα των τοιχωμάτων των αιμοφόρων αγγείων. Επίσης εναντίον του διαβήτη, διαφόρων νοσημάτων των νεφρών, ρευματισμών, αλλεργιών, ηπατίτιδας κ.λπ.
Η αρόνια χρησιμοποιείται για τη μείωση της χοληστερίνης σε άτομα που πάσχουν από αθηροσκλήρυνση.
Οι τεχνικές για αποδοτική φυτεία
Ιδανικές για την καλλιέργεια της αρόνιας θεωρούνται οι κλιματικές και εδαφικές συνθήκες της Ελλάδας.
Η αρόνια είναι ένα είδος που καλλιεργείται εύκολα, άλλωστε χαρακτηρίζεται σαν φυτό που είναι ανθεκτικό στον παγετό αλλά και από τη μεγάλη του προσαρμοστικότητα σε διάφορους τύπους εδαφών.
Αν και είναι ένα φυτό που μεταφυτεύεται εύκολα -όπως μας αναφέρει ο γεωπόνος Κάσσανδρος Γάτσιος, που ασχολείται σε ερευνητικό επίπεδο με την καλλιέργεια της αρόνιας-, καλό είναι να φυτεύονται φυτά που βρίσκονται σε γλάστρες, παρά γυμνόριζα ώστε να αποφεύγεται το στρες που μπορεί να προκληθεί από το φύτεμα. Τα φυτά μπορεί να παραχθούν από σπόρους ή με μαλακά μοσχεύματα ή με διαίρεση των υπαρχόντων παραφυάδων.
Η αρόνια πρακτικά μπορεί να καλλιεργηθεί σε όλους τους τύπους των εδαφών. Το έδαφος θα πρέπει να στραγγίζει, επειδή η αρόνια έχει ευαισθησία στην περίσσεια του νερού. Μπορεί να καλλιεργηθεί σε μεγάλη ποικιλία εδαφών, όπως αμμώδη, αργιλώδη ή σε πλούσια οργανικά εδάφη, υγρά ή ξηρά.
Συνιστάται να φυτεύονται τα σπορόφυτα της αρόνιας νωρίς την άνοιξη, πριν από τις μεγάλες θερμοκρασίες και την ξηρασία του θέρους.
Κατά την καλλιέργεια της αρόνιας με σκοπό την παραγωγή των καρπών, οι αποστάσεις μεταξύ των γραμμών φύτευσης πρέπει να είναι 2, 8m και μεταξύ φυτού από φυτό 1,5 m πάνω στη γραμμή φύτευσης, δηλαδή φυτεύονται 240 φυτά σε κάθε στρέμμα.
Η αρόνια δεν απαιτεί παρά ελάχιστο κλάδεμα. Πρέπει να κλαδεύει κανείς τους βλαστούς που έχουν κάποιες ζημιές ή τους πιο παλιούς βλαστούς κάθε 5-7 χρόνια, ώστε να ευνοείται η είσοδος του φωτός στο εσωτερικό των φυτών. Πρέπει, επίσης, να απομακρύνονται οι παραφυάδες όταν ο αριθμός τους γίνει υπερβολικός, άλλωστε αυτή η εργασία ευκολύνει τις εργασίες συντήρησης και συγκομιδής των φυτών, ενώ ταυτόχρονα ευνοεί την είσοδο του ηλιακού φωτός στο εσωτερικό των φυτών. Η αρόνια δεν είναι ευαίσθητη στο ψύχος και επομένως δεν απαιτούνται κάποια μέτρα για προστασία των φυτών από το ψύχος. Η μορφή του θάμνου είναι σφαιρική, που αυξάνεται διαρκώς με την έκπτυξη νέων βλαστών σαν παραφυάδες στη βάση του φυτού. Το φύλλωμα της αρόνιας είναι σκούρο πράσινο, που γίνεται λαμπερό κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ενώ γίνεται κόκκινο το φθινόπωρο πριν πέσει.
Η ταχύτητα ανάπτυξης των φυτών της αρόνιας είναι πολύ αργή, είναι της τάξης των 30 cm ή και λιγότερο το έτος. Η διάρκεια ζωής της είναι μέχρι 100 έτη. Οι καρποί της αρόνιας συγκομίζονται με τα χέρια ή με μηχανικά μέσα, με τη βοήθεια μιας μηχανής που χρησιμοποιείται για τη συγκομιδή και άλλων μικρών καρπών, όπως είναι το μύρτιλλο, χωρίς να παρατηρούνται ζημιές στους καρπούς.
Χαμηλό το κόστος καλλιέργειας, ικανοποιητικά τα έσοδα
Μπορεί το κόστος καλλιέργειας της αρόνιας να είναι χαμηλό, εντούτοις τόσο η στρεμματική όσο και η οικονομική απόδοση είναι αρκούντως ικανοποιητικές. Σε μια εποχή, λοιπόν, που οι επιδοτήσεις ελαττώνονται και οι αγρότες αναζητούν εναλλακτικές καλλιέργειες, η αρόνια είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να αποκτήσουν ένα πρόσθετο ικανοποιητικό εισόδημα.
Σύμφωνα μάλιστα με τα στοιχεία της έρευνας που έχει κάνει για τη συγκεκριμένη καλλιέργεια ο γεωπόνος κ. Κάσσανδρος Γάτσιος, στη Ελλάδα η αρόνια μπορεί να αναπτυχθεί και να δώσει καθαρό εισόδημα που να φτάνει τα 1.200-1.400 ευρώ το στρέμμα, υπολογίζοντας μία μέση παραγωγή 3 κιλών ανά φυτό μετά το 5ο έτος και μία μέση τιμή 3 ευρώ το κιλό.
Η απόδοση των φυτών σε καρπούς είναι πολύ σημαντικός παράγοντας στο οικονομικό αποτέλεσμα αυτής της καλλιέργειας. Σε φυτείες αρόνιας τα φυτά φτάνουν σε πλήρη απόδοση μετά περίπου 5 χρόνια. Οι ερευνητές του IRDA στον Καναδά σημείωσαν αποδόσεις 2,4 kg/φυτό σε μέσης σύστασης εδάφη. Αποδόσεις 3,5 kg/φυτό έχουν σημειωθεί στη Σουηδία, σε φυτά ηλικίας 3-6 ετών, ενώ στη Ρωσία έχουν σημειωθεί αποδόσεις μέχρι 6 kg/φυτό σε επιτυχημένες καλλιέργειες αρόνιας.
Μετά μάλιστα από μια δημοσίευση σε εξειδικευμένο έντυπο ο ερευνητής του ΕΘΙΑΓΕ, Ιωάννης Σπανός, δέχτηκε καταιγισμό τηλεφωνημάτων από αγρότες της Βόρειας Ελλάδας -κυρίως από τις Σέρρες- που θέλουν να ασχοληθούν με την καλλιέργειά της.
"Το πρώτο σοβαρό πρόβλημα είναι πως εμείς δεν μπορούμε να τους διαθέσουμε φυτά, καθώς δεν έχουμε και πρέπει να τα αγοράσουν από τη Βουλγαρία, την ΠΓΔΜ ή τη Σμύρνη, όπου και υπάρχουν μεγάλα φυτώρια", ανέφερε ο ερευνητής. Λόγω, πάντως, της μεγάλης τους περιεκτικότητας σε ανθοκυάνες οι καρποί της θεωρούνται από τους πιο πλούσιους σε αντιοξειδωτικά.
Οι καρποί μπορούν να καταναλώνονται νωποί, αν και είναι πολύ στυφοί και έχουν όξινη γεύση, ή να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή διαφόρων μειγμάτων χυμών, ή αλκοολούχων ποτών, ή ενεργητικών ποτών, ή για την παραγωγή φαρμακευτικών σκευασμάτων και σαν χρωστικές διαφόρων τροφίμων.
Που μπορεί να πωληθεί
Υψηλή ζήτηση στο εξωτερικό
Σε διεθνές επίπεδο, η ζήτηση των καρπών της αρόνιας αλλά κυρίως των χυμών της υπερβαίνει κατά πολύ από την προσφορά. Η ζήτηση αυτή -όπως μας επισημαίνει ο γεωπόνος Κάσσανδρος Γάτσιος- προέρχεται κυρίως από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, όπου η αρόνια χρησιμοποιείται τόσον στη μεταποίηση όσον και για την παρασκευή τροφίμων. Στην Αγγλία, στο Βέλγιο και στη Γαλλία υπάρχει μεγάλη ζήτηση για τους χυμούς, το ξίδι και τα σιρόπια που έχουν σαν βάση την αρόνια.
Για τον καρπό της αρόνιας, που καταναλώνεται νωπός, δεν υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από το καταναλωτικό κοινό, λόγω του ότι είναι στυφός, ενώ για τους χυμούς του υπάρχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού η τιμή της αρόνιας κυμαίνεται μεταξύ 3,5-4,5 ευρώ ανά κιλό. Η τιμή των κατεψυγμένων καρπών κυμαίνεται μεταξύ 2,5-3,5 ευρώ ανά κιλό, ενώ του χυμού της αρόνιας σε μείγμα με άλλους χυμούς κυμαίνεται μεταξύ 10-12 ευρώ ανά κιλό.

ΠΗΓΗ:  ΕΘΝΟΣ

ΑΙΘΕΡΙΑ ΕΛΑΙΑ

Εσοδα 100.000 ευρώ φέρνουν τα αιθέρια έλαια

Μπορεί η καλλιέργεια βοτάνων να "υπόσχεται" ένα ελκυστικό εισόδημα, ωστόσο η παραγωγή αιθέριων ελαίων από τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά με τη δημιουργία μιας πλήρως καθετοποιημένης μονάδας προβάλλει ως μια μεγάλη επενδυτική ευκαιρία με προοπτική ετήσιων εσόδων σε βάθος τριετίας που υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ.

Οι δυνατότητες ανάπτυξης του κλάδου των αρωματικών φαρμακευτικών φυτών στην Ελλάδα είναι μεγάλες, ενώ στα ύψη εκτοξεύονται οι τιμές των αιθέριων ελαίων στο «χρηματιστήριο» των αποδόσεων
Οι δυνατότητες ανάπτυξης του κλάδου των αρωματικών φαρμακευτικών φυτών στην Ελλάδα είναι μεγάλες, ενώ στα ύψη εκτοξεύονται οι τιμές των αιθέριων ελαίων στο «χρηματιστήριο» των αποδόσεων
Μπορεί η καλλιέργεια βοτάνων να "υπόσχεται" ένα ελκυστικό εισόδημα, ωστόσο η παραγωγή αιθέριων ελαίων από τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά με τη δημιουργία μιας πλήρως καθετοποιημένης μονάδας προβάλλει ως μια μεγάλη επενδυτική ευκαιρία με προοπτική ετήσιων εσόδων σε βάθος τριετίας που υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ.
Οι δυνατότητες ανάπτυξης του κλάδου των αρωματικών φαρμακευτικών φυτών στην Ελλάδα, τόσο στον πρωτογενή, όσο και στον τομέα μεταποίησης, είναι μεγάλες, με την προϋπόθεση βέβαια του σωστού σχεδιασμού και της σφαιρικής αντιμετώπισης του θέματος. Η ανάγκη για αναδιάρθρωση των καλλιεργειών συναντά στην περίπτωση των αρωματικών φαρμακευτικών φυτών, όπως είναι το μελισσόχορτο, το χαμομήλι και το τσάι του βουνού, την καλύτερη εκπροσώπηση τους.
Εξάλλου, όπως αναφέρει στις "Επαγγελματικές Ευκαιρίες" ο Σταύρος Κατσιώτης, αναπληρωτής καθηγητής φαρμακευτικής τεχνολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, υπάρχει ένα βασικό πλεονέκτημα των φαρμακευτικών και αρωματικών φυτών σε σχέση με τα περισσότερα άλλα γεωργικά προϊόντα και ιδιαίτερα τα φρούτα και τα λαχανικά.
Ολα τα οπωροκηπευτικά θα πρέπει να διατίθενται μέσα σε μικρό χρονικό περιθώριο -έως ότου είναι ακόμη αποδεκτά από το καταναλωτικό κοινό- απευθυνόμενα μάλιστα μόνο σε μία αγορά. Ακριβώς εδώ έγκειται και η μεγάλη αλλά και ουσιαστική διαφορά σε σχέση με τα βότανα, τα οποία διατίθενται σε τρεις διαφορετικές αγορές. Πράγμα από το οποίο επωφελείται μια καθετοποιημένη μονάδα παραγωγής, επεξεργασίας και μεταποίησης φαρμακευτικών φυτών.
Εσοδα 100.000 ευρώ φέρνουν τα αιθέρια έλαια
Η πρώτη αγορά είναι αυτή των νωπών -φρέσκων- αρωματικών φυτών, όπως π.χ. ο βασιλικός, η μέντα, ο δυόσμος, το δενδρολίβανο κ.α., τα οποία βρίσκουμε στις λαϊκές (χύδην, σε ματσάκια, σε γλαστράκια κλπ.), στα σούπερ μάρκετ, στις κουζίνες των εστιατορίων, των ξενοδοχείων, των σπιτιών μας κλπ.
Η δεύτερη και κύρια αγορά είναι αυτή των ξηρών φυτικών υλικών των αρωματικών φυτών, που αποτελεί τη μεγαλύτερη, είτε σε όγκο παραγωγής και διάθεσης, είτε σε τζίρο. Η τρίτη είναι αυτή που συνήθως αφήνει και τα μεγάλα κέρδη -υπό ορισμένες όμως και απαιτητικές συνθήκες-, αυτή των αιθέριων ελαίων, η οποία βέβαια απαιτεί και σημαντικές επενδύσεις και τεχνογνωσία.
Εσοδα 100.000 ευρώ φέρνουν τα αιθέρια έλαια
Σχεδιασμός
Η προοπτική άλλωστε σε ορίζοντα τριετίας ετήσιων εσόδων 100.000 - 130.000 ευρώ κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητη είναι. Χρειάζεται όμως σχεδιασμός, απόκτηση τεχνογνωσίας, προσωπική ενασχόληση σε όλα τα στάδια -καλλιέργεια, επεξεργασία, μεταποίηση, απόσταξη, διακίνηση, εμπορία- πέρα από τα αναγκαία κεφάλαια.
Σε αντίθεση με έναν απλό και χωρίς πολλά μέσα αγρότη, σε μια σωστή καθετοποιημένη μονάδα παραγωγής φαρμακευτικών και αρωματικών φυτών, δεν υπάρχει περίπτωση να μείνει αδιάθετο ή να αλλοιωθεί κάποιο προϊόν της, καθώς σε κάθε περίπτωση μετακυλίεται το αδιάθετο υλικό στην επόμενη αγορά. Εάν π.χ. δεν διατεθούν ποσότητες νωπών -φρέσκων- αρωματικών φυτών, αυτές οι ποσότητες δεν χάνονται γιατί εύκολα θα περάσουν από το ξηραντήριο και τον άλλο μηχανολογικό εξοπλισμό της μονάδας και στη συνέχεια θα διατεθούν σαν ξηρό φυτικό υλικό.
Εάν πάλι δεν είναι δυνατό να πωληθούν όλες οι ποσότητες των ξηραμένων φυτικών υλικών, μπορούν εύκολα να αποσταχθούν στην αποστακτική μονάδα και να διατεθούν ως αιθέριο έλαιο.
Τα οφέλη από την εγκατάσταση μιας καθετοποιημένης μονάδας
Ο παραγωγός ή ομάδα παραγωγών που εγκαθιστά μια καθετοποιημένη μονάδα παραγωγής αρωματικών φυτών και αιθέριων ελαίων, όπως μας αναφέρει ο πανεπιστημιακός καθηγητής Σταύρος Κατσιώτης, γίνεται συγχρόνως και επιχειρηματίας, γιατί σπάνια πλέον δίνει το πρωτογενές προϊόν του στον χονδρέμπορο κοψοχρονιά και σε χαμηλές τιμές.
Επειδή με τον μηχανολογικό εξοπλισμό της μονάδας του έχει πλέον δώσει υπεραξία στο προϊόν του, επιτυγχάνει πολύ υψηλότερες τιμές στις ξένες αγορές και το κυριότερο έχει τη δυνατότητα να διαθέτει τελικά προϊόντα σύμφωνα με τις ανάγκες και προδιαγραφές των μεγάλων οίκων εμπορίου της Ε.Ε., που αποκλειστικά διακινούν παγκοσμίως τα προϊόντα αυτά.
Οι προϋποθέσεις για την προώθηση των προϊόντων
Η προώθηση και εμπορία των αρωματικών φαρμακευτικών φυτών και των αιθέριων ελαίων είναι ιδιαίτερα σημαντικές και καθορίζουν ουσιαστικά την οικονομικότητα του όλου εγχειρήματος. Αγορές υπάρχουν και μάλιστα με αρκετά περιθώρια ώστε να απορροφήσουν την όποια ελληνική παραγωγή. Η είσοδος σε νεόφερτους είναι σίγουρα εφικτή, αλλά και δύσκολη. Βασικές προϋποθέσεις για την επιτυχή είσοδο και εδραίωση, ιδιαίτερα στις ξένες αγορές, είναι: προϊόντα υψηλής ποιότητας και κυρίως σταθερότητα, συνέχεια στην παράδοση και ποικιλία φυτών.
Ποιες είναι οι χρήσεις των αιθέριων ελαίων
Οι περισσότερες χρήσεις των αιθέριων ελαίων αφορούν στα τρόφιμα ως αρωματικές ουσίες, τα αρώματα και τα φαρμακευτικά σκευάσματα για τα δραστικά συστατικά τους ή σαν βελτιωτικά οσμής και γεύσης.
Από πολύ παλιά τα αιθέρια έλαια κατείχαν μια πολύ σημαντική θέση στη θεραπευτική για την αντιμετώπιση διαφόρων ασθενειών.
Το κόστος εγκατάστασης ενός αποστακτηρίου
Μια καθετοποιημένη μονάδα παραγωγής αιθέριων ελαίων απαιτεί τουλάχιστον 90 στρέμματα, με το κόστος της επένδυσης να ανέρχεται σε 210.000 ευρώ περίπου.
Ο ιδιαίτερα εξειδικευμένος εξοπλισμός έχει ένα κόστος της τάξης των 130.000 ευρώ, κύριο στοιχείο του οποίου είναι το ξηραντήριο, από το οποίο διέρχονται οι τόνοι της συγκομιζόμενης χορτόμαζας, και επιπλέον τα μηχανήματα κοπής, καθαρισμού, αποφύλλωσης, ταξινόμησης, διαλογής, συσκευασίας. Το δε κόστος εγκατάστασης ενός αποστακτηρίου για την παραγωγή αιθέριων ελαίων ξεκινά από 80.000 ευρώ περίπου. Οσον αφορά πάντως τα απαιτούμενα κεφάλαια, υπάρχει η δυνατότητα επιδοτήσεων από διάφορα προγράμματα. Πρέπει όμως να ληφθεί υπόψη ότι ως επί το πλείστον επιδοτούνται μέχρι και 55% η κτιριακή εγκατάσταση και ο μηχανολογικός εξοπλισμός επεξεργασίας, μεταποίησης κ.α.

ΠΗΓΗ:  ΕΘΝΟΣ

ΤΣΑΙ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ, ΧΑΜΟΜΗΛΙ, ΜΕΛΟΣΣΟΧΟΡΤΟ!!!!

ΒΟΤΑΝΑ

3 καλλιέργειες με κέρδη έως 2.000 € ανά στρέμμα

Τσάι του βουνού, χαμομήλι και μελισσόχορτο εμφανίζουν μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης

Η απόδοση της καλλιέργειας του μελισσόχορτου μπορεί να φτάσει τα 1.200 κιλά νωπό βάρος ή 400 κιλά ξηρά φύλλα ανά στρέμμα. Η παραγωγική ζωή της φυτείας είναι 5-6 χρόνια
Η απόδοση της καλλιέργειας του μελισσόχορτου μπορεί να φτάσει τα 1.200 κιλά νωπό βάρος ή 400 κιλά ξηρά φύλλα ανά στρέμμα. Η παραγωγική ζωή της φυτείας είναι 5-6 χρόνια
Τρία βότανα που φημίζονται για τις θεραπευτικές τους ιδιότητες, μοιάζουν να αποτελούν μια πρώτης τάξεως εναλλακτική πρόταση για νέα πηγή εισοδήματος. Το τσάι του βουνού, το χαμομήλι και το μελισσόχορτο, μπορεί να είναι ευρέως γνωστά σε όλους μας ως εξαιρετικά ροφήματα με ευεργετικές για την υγεία ιδιότητες, ωστόσο η καλλιέργειά τους εμφανίζει μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης με κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητες αποδόσεις που φθάνουν να ξεπερνούν τα 2.000 ευρώ ανά στρέμμα. Τα τελευταία χρόνια σε όλες τις διεθνείς αγορές η ζήτηση για προϊόντα φυσικής προέλευσης είναι αυξανόμενη.
Η Ελλάδα έχει εξαιρετικά πλούσια χλωρίδα σε ποικιλότητα και είδη αρωματικών φαρμακευτικών φυτών και ευνοϊκές κλιματολογικές και εδαφολογικές συνθήκες για την καλλιέργεια των περισσότερο γνωστών και εμπορικών ειδών.
Ο νεοεισερχόμενος παραγωγός προτείνεται να αρχίσει με περισσότερα του ενός είδη, τόσο ετήσια αλλά και πολυετή φυτικά υλικά. Τα ετήσια δίνουν την εμπειρία μέσω του πλήρους κύκλου της καλλιέργειας κατά το πρώτο έτος, από το πολλαπλασιαστικό υλικό έως τη συγκομιδή, καθ' ον χρόνο τα πολυετή αναπτύσσονται, για να δώσουν το μέγιστο και βέλτιστο της παραγωγής τους, συνήθως μετά τον δεύτερο χρόνο.
Εκτάσεις τεσσάρων-πέντε συνολικά στρεμμάτων είναι συνήθως πάρα πολύ μικρές για πραγματικά έσοδα, διαθέτοντας χύδην ξηρά αρωματικά φαρμακευτικά φυτά. Για να είναι κερδοφόρες οι πωλήσεις αυτών των υλικών, θα πρέπει να επεκταθεί η παραγωγή τους.
ΜΕΛΙΣΣΟΧΟΡΤΟ
Η σπορά της καλλιέργειας του χαμομηλιού γίνεται από αρχές Οκτωβρίου έως τέλη Φεβρουαρίου
Η σπορά της καλλιέργειας του χαμομηλιού γίνεται από αρχές Οκτωβρίου έως τέλη Φεβρουαρίου
4 έως 6 ευρώ το κιλό η τιμή πώλησης Με τη μέση απόδοση ανά στρέμμα να ανέρχεται σε 400 κιλά ξηρής δρόγης(ξηρά φύλλα) και την τιμή πώλησης στην Ελλάδα να διαμορφώνεται από 4 έως 6 ευρώ το κιλό, η καλλιέργεια του μελισσόχορτου υπόσχεται σημαντικά κέρδη. Το μελισσόχορτο είναι πολυετής πόα, αυτοφυής, είναι γνωστό ως κιτροβάλσαμο με άρωμα λεμονιού και χρησιμοποιείται για τη φαρμακευτική του αξία.
Το μελισσόχορτο, για να ευδοκιμήσει, απαιτεί εδάφη με τιμές pH 6-7, πλούσια, ποτιστικά, καλά στραγγιζόμενα, σε ημιορεινές και δροσερές πεδινές περιοχές. Με τις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα, το υπέργειο τμήμα καταστρέφεται, ενώ το πλούσιο, αβαθές ριζικό σύστημα επιζεί και βγάζει νέους βλαστούς την επόμενη άνοιξη. Είναι καλλιέργεια ιδιαίτερα απαιτητική σε θρεπτικά συστατικά και οργανική ουσία. Η αναγκαιότητα σε λίπανση προσδιορίζεται με εδαφολογική ανάλυση. Συνήθως απαιτείται προσθήκη αζώτου, φωσφόρου και καλίου. Αν το μελισσόχορτο καταπονηθεί από έλλειψη νερού, παίρνει σκούρο πράσινο χρώμα, μειώνεται η παραγωγή και υποβαθμίζεται η ποιότητα του προϊόντος, έτσι γίνεται πότισμα ανά 10-15 ημέρες.
Συγκομίζεται ολόκληρο το υπέργειο τμήμα με χορτοκοπτικό μηχάνημα, συλλέγεται και μεταφέρεται για ξήρανση (σε θερμοκρασίες μικρότερες 40οC), ή απευθείας απόσταξη. Τον πρώτο χρόνο της καλλιέργειας γίνεται μία συγκομιδή προς το τέλος του καλοκαιριού όταν ξεκινά η άνθιση. Από το δεύτερο έτος μπορούν να γίνουν δύο συγκομιδές, η πρώτη αρχές Ιουλίου και η δεύτερη τον Σεπτέμβριο. Η απόδοση μπορεί να φτάσει τα 1.200 κιλά νωπό βάρος ή 400 κιλά ξηρά φύλλα. Η παραγωγική ζωή της φυτείας είναι 5-6 χρόνια. Τα νωπά ή ξηρά φύλλα χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα στη μαγειρική και ζαχαροπλαστική, για την παρασκευή ποτών. Είναι σημαντικό μελισσοτροφικό φυτό.
Η περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο του νωπού φυτικού υλικού κυμαίνεται από 0,01-0,13% το οποίο εξάγεται με απόσταξη. Το αιθέριο έλαιο χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία για να αποδώσει το άρωμα του λεμονιού. Πρόσφατα χρησιμοποιείται στη φαρμακολογία ως αντιβακτηριακό, αντισπασμωδικό και αντιοξειδωτικό.
Χαμομήλι: Τα μυστικά για αποδοτική σοδειά
Το βιολογικό αποξηραμένο χαμομήλι πωλείται στην εγχώρια αγορά έως 8 ευρώ το κιλό, ενώ στις αγορές του εξωτερικού οι τιμές πώλησης διπλασιάζονται όταν βέβαια πληρούνται τα ποιοτικά κριτήρια.
Το χαμομήλι είναι ετήσια πόα προερχόμενη από την Ευρώπη και ευδοκιμεί καλύτερα σε πεδινές περιοχές με εύκρατο κλίμα σε σχέση με τις ορεινές. Παρουσιάζει αντοχή σε χαμηλές θερμοκρασίες. Δεν αναπτύσσεται ικανοποιητικά σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Το χαμομήλι είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στους ανέμους κυρίως την περίοδο της άνθισής του, γι' αυτό θεωρείται απαραίτητη η τοποθέτηση ανεμοφράκτη ώστε να μειωθεί η ένταση του ανέμου.
Τα καλύτερα εδάφη είναι τα αμμοαργιλώδη με αρκετή οργανική ουσία. Στα αμμώδη η ανάπτυξή του περιορίζεται ενώ ακατάλληλα είναι τα βαριά εδάφη με πολλή υγρασία. Το χαμομήλι μπορεί να καλλιεργηθεί και σε ισχυρά όξινα εδάφη.
Πολλαπλασιάζεται με σπόρο που σπέρνεται στο χωράφι στα πεταχτά ή με σπαρτικές μηχανές σιταριού ή με άλλο είδος μηχανής με κατάλληλη ρύθμιση ώστε οι γραμμές να απέχουν 40-50 cm.
Η σπορά του βοτάνου αυτού γίνεται από αρχές Οκτωβρίου έως τέλη Φεβρουαρίου. Για να έχουμε ομοιόμορφη σπορά ο σπόρος ανακατεύεται με στεγνή ποταμίσια άμμο.
Πριν την εγκατάσταση των φυτών στο χωράφι απαιτούνται 1-2 οργώματα έως ότου το χωράφι να είναι καλά ψιλοχωματισμένο.
Το χαμομήλι είναι φυτό ξηρικό αλλά η κανονική εδαφική υγρασία ευνοεί την ανάπτυξή του.
Οι ανάγκες σε λίπανση πρέπει να προσδιοριστούν μετά από εδαφολογική ανάλυση. Αν απαιτείται λίπανση, τότε το λίπασμα πρέπει να ρίχνεται σε μικρές ποσότητες ώστε να αποφευχθεί η μεγάλη ανάπτυξη των φυτών που οδηγεί σε υποβάθμιση στην ποιότητα του προϊόντος. Συνήθως χρησιμοποιείται φωσφορική αμμωνία και θειικό κάλιο. Αν η ποσότητα του αζώτου είναι υψηλή, τότε δημιουργείται μεγάλος αριθμός φύλλων ιδιαίτερα ανεπτυγμένων με συνέπεια να εμποδίζεται η συλλογή αλλά και να προκαλείται πτώση του φυτού.
Η συλλογή γίνεται με εργαλεία ή μηχανές ειδικές, τον Μάιο. Αν τα άνθη δεν είναι καλά ανοιγμένα και συλλεχθούν, τότε καταστρέφεται η ποιότητα γιατί κατά την αποξήρανση παίρνουν σκούρο χρώμα. Η συλλογή του χαμομηλιού πρέπει να γίνεται αργά το πρωί, ώστε τα φυτά να είναι απαλλαγμένα από τη δροσιά. Απαγορεύεται η συλλογή των φυτών μετά από βροχή. Το χαμομήλι δίνει κατά μέσο όρο παραγωγή 300-400 κιλά χλωρά φύλλα ανά στρέμμα και φτάνει έως και 100 κιλά ξηρά φύλλα ανά στρέμμα.
Η απόδοση του αιθέριου ελαίου κυμαίνεται συνήθως από 0,2-1,9%. Περίπου 120 συστατικά έχουν αναγνωριστεί στο χαμομήλι σαν δευτερογενείς μεταβολίτες.
Χρησιμοποιείται σαν ρόφημα, στην αρωματοθεραπεία, στην κοσμετολογία κ.α. Στην φαρμακευτική χρησιμοποιείται γιατί παρουσιάζει αντιφλεγμονώδη, αντισπασμολυτική, αντιβακτηριακή, ηρεμιστική, αντιαλλεργική, αντιοξειδωτική, αντιπυρετική, αντιμικροβιακή δράση.
Το κόστος των ριζωμάτων
Η αγορά ριζωμάτων και φυτωρίων από τα εξειδικευμένα φυτώρια συχνά κοστίζει αρκετά (αν υπολογισθεί κατά μέσο όρο ότι κοστίζουν περισσότερο από 0,15 - 0,25 ευρώ ανά φυτό στην Ελλάδα και 0,05 - 0,18 ευρώ σε εξειδικευμένα φυτώρια της Ε.Ε.). Με μια τυπική πυκνότητα φύτευσης, περίπου 4.000 φυτών ανά στρέμμα, η δαπάνη για το φυτικό υλικό εγκατάστασης μπορεί να είναι μεγαλύτερη από 600 - 1.000 ευρώ ανά στρέμμα.
Στις πολυετείς καλλιέργειες το κόστος για την απόκτηση πολλαπλασιαστικού υλικού βαρύνει κυρίως τον πρώτο χρόνο της καλλιέργειας, καθώς τα επόμενα χρόνια ο παραγωγός μπορεί από τις έτοιμες φυτείες να δημιουργήσει το δικό του πολλαπλασιαστικό υλικό και να επεκτείνει την καλλιέργεια.
ΤΣΑΪ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ
Διπλάσια η απόδοση για βιολογική καλλιέργεια
Με τη στρεμματική απόδοση στο τσάι του βουνού να είναι διπλάσια όταν η καλλιέργεια είναι βιολογική, τα έσοδα ανά στρέμμα σε ετήσια βάση μπορούν να φθάσουν τα 800 ευρώ.
Το φυτό ευδοκιμεί σε περιοχές με μεγάλο υψόμετρο, αντέχει στις χαμηλές θερμοκρασίες, προτιμά τα πετρώδη ασβεστολιθικά εδάφη αλλά αναπτύσσεται σε ποικιλία εδαφών. Εχει ελάχιστες απαιτήσεις σε θρεπτικά στοιχεία, και αντοχή στην έλλειψη νερού. Το φυτό είναι ανθεκτικό σε εχθρούς και ασθένειες όταν καλλιεργείται σε υψόμετρο άνω των 800 μέτρων.
Το τσάι του βουνού ή σιδερίτης είναι φυτό ποώδες, πολυετές και αυτοφυές των ορεινών περιοχών της χώρας μας. Με το όνομα τσάι του βουνού αναφέρονται διάφορα είδη του γένους Sideritis ssp. της οικογένειας Lamiaceae. Τα πιο σημαντικά είδη σιδερίτη που βρέθηκαν στην Ελλάδα είναι: Sideritis athoa (τσάι Αθω), Sideritis euboea (τσάι Ευβοίας), Sideritis scardiaca (τσάι Ολύμπου), Sideritis raeseri (τσάι Παρνασσού), Sideritis clandestina (τσάι Ταϋγέτου).
Η συγκομιδή γίνεται συνήθως τον Ιούλιο, όταν τα φυτά βρίσκονται σε πλήρη άνθιση και τα ανθοφόρα στελέχη αρχίζουν να ξυλοποιούνται, οπότε η περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο είναι μεγαλύτερη. Κόβεται ολόκληρη η ταξιανθία και μέρος του βλαστού, μήκους 5-6 εκ. με μαχαίρι ή δρεπάνι. Στη συνέχεια μεταφέρονται για ξήρανση σε υπόστεγα ώσπου να αποκτήσουν το επιθυμητό πρασινοκίτρινο χρώμα. Η διάρκεια παραγωγικής ζωής της φυτείας είναι 5-8 χρόνια, με την απόδοση τον 3ο-4ο χρόνο να φτάνει τα 100 κιλά ανά στρέμμα.
Ιδιότητες - Χρήσεις
Χρησιμοποιείται με τη μορφή αφεψήματος, που παράγεται με την προσθήκη μικρής ποσότητας ξηρής δρόγης σε νερό που βράζει. Το ρόφημα πλούσιο σε σίδηρο, τονωτικό, αποχρεμπτικό, με αντιθρομβωτική, αντιυπερτασική και αντιοξειδωτική δράση, καταναλώνεται κυρίως τη χειμερινή περίοδο για την αντιμετώπιση του κοινού κρυολογήματος. Επίσης, θεωρείται σημαντικό μελισσοτροφικό φυτό.

ΠΗΓΗ:  ΕΘΝΟΣ

ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΣΠΙΡΟΥΛΙΝΑΣ!!!!!!!!

Σοδειά 30.000 € ανά στρέμμα για τη σπιρουλίνα

Ακόμα και σε περιόδους οικονομικής κρίσης όπως αυτή που βιώνει η χώρα μας, υπάρχουν επαγγελματικές ευκαιρίες και μόνο ως τέτοια μπορεί να χαρακτηρισθεί η καλλιέργεια της σπιρουλίνας.

Η καλλιέργεια της σπιρουλίνας έχει μεγάλο κόστος εγκατάστασης που φτάνει τα 40.000 - 50.000 ευρώ ανά στρέμμα (θερμοκήπιο, δεξαμενές, μηχανισμούς ανάδευσης, αποξηραντήρες) και απαιτεί διαρκή θέρμανση τ
Η καλλιέργεια της σπιρουλίνας έχει μεγάλο κόστος εγκατάστασης που φτάνει τα 40.000 - 50.000 ευρώ ανά στρέμμα (θερμοκήπιο, δεξαμενές, μηχανισμούς ανάδευσης, αποξηραντήρες) και απαιτεί διαρκή θέρμανση του θρεπτικού διαλύματος
Ακόμα και σε περιόδους οικονομικής κρίσης όπως αυτή που βιώνει η χώρα μας, υπάρχουν επαγγελματικές ευκαιρίες και μόνο ως τέτοια μπορεί να χαρακτηρισθεί η καλλιέργεια της σπιρουλίνας.
Ενα μικροσκοπικό νηματώδες κυανοπράσινο φύκι, που κάποιοι ξένοι επιστήμονες αρέσκονται να χαρακτηρίζουν τροφή του μέλλοντος, λόγω της πολύ υψηλής διατροφικής του αξίας.
Μπορεί βέβαια το κόστος της επένδυσης μιας μονάδας παραγωγής να είναι αρκετά υψηλό, με την καλλιέργεια να θεωρείται ιδιαιτέρως απαιτητική, ωστόσο τα έσοδα που μπορεί να αποδώσει η σπιρουλίνα, δύσκολα αφήνουν κάποιον ασυγκίνητο.
Μία μέση στρεμματική απόδοση εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που απαιτεί η καλλιέργεια της σπιρουλίνας φθάνει και ξεπερνά τις 30.000 ευρώ.
Η σπιρουλίνα σήμερα καλλιεργείται στη Νιγρίτα Σερρών από δύο Ελληνες που ίδρυσαν την εταιρεία "ΑΛΔΗ". Για τη σπιρουλίνα Νιγρίτας η ιδέα της παραγωγής ήρθε το 1992 μετά από μία 10ετή έρευνα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με επικεφαλής τον δρα Μιχαήλ Φύτικα.
Η επένδυση αυτή πραγματοποιήθηκε το 1997 όταν εντάχθηκε στο πρόγραμμα Leader και βραβεύτηκε μάλιστα ως η πιο καινοτόμα ιδέα στην Ελλάδα για το 1998. Η κοιλάδα της Νιγρίτας θεωρείται ιδανική για την παραγωγή του φυκιού λόγω των γεωθερμικών πηγών, καθώς αποτελεί μια περιοχή που συνδυάζει όλες τις παραμέτρους που απαιτούνται για την καλλιέργεια.
Η ιδανική θερμοκρασία του νερού με το θρεπτικό υλικό είναι 37οC. Σε περιβάλλον με υψηλότερη θερμοκρασία έχουμε ζημιές στην παραγωγή, ενώ σε χαμηλότερες θερμοκρασίες η ταχύτητα πολλαπλασιασμού μειώνετα
Η ιδανική θερμοκρασία του νερού με το θρεπτικό υλικό είναι 37οC. Σε περιβάλλον με υψηλότερη θερμοκρασία έχουμε ζημιές στην παραγωγή, ενώ σε χαμηλότερες θερμοκρασίες η ταχύτητα πολλαπλασιασμού μειώνεται αναλογικά με τη θερμοκρασία
Η καλλιέργεια της σπιρουλίνας έχει ένα μεγάλο κόστος εγκατάστασης (θερμοκήπιο, δεξαμενές παραγωγής, μηχανισμούς ανάδευσης του θρεπτικού υλικού, αποξηραντήρες, υλικά θρεπτικών υλικών, εργαστήριο κλπ.) που φθάνει τα 40.000-50.000 ευρώ ανά στρέμμα και αν καλλιεργηθεί σε περιοχές χωρίς γεωθερμία, απαιτείται διαρκής θέρμανση του θρεπτικού διαλύματος και επομένως θα έχει πολύ μεγάλο κόστος παραγωγής.
Ωστόσο -σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ειδικών- και σε άλλες περιοχές της χώρας μας όπου υπάρχουν γεωθερμικά πεδία, μπορεί κάλλιστα να αναπτυχθεί αυτή η καλλιέργεια.
Σοδειά 30.000 € ανά στρέμμα για τη σπιρουλίνα
Υπολογίζεται ότι η μέση απόδοση μίας καλλιέργειας σπιρουλίνας είναι 10 γραμμάρια την ημέρα ανά τετραγωνικό μέτρο, δηλαδή στο στρέμμα η απόδοση μπορεί να φθάσει τα 10 κιλά την ημέρα. Οι τιμές πωλήσεως ποικίλλουν πολύ, ανάλογα με τη χώρα προελεύσεως, την ποσότητα, την ποιότητα, το είδος της συσκευασίας. Στη διεθνή αγορά οι τιμές είναι της τάξεως των 7-20 ευρώ το κιλό, ενώ στα φαρμακεία με τη μορφή πρόσθετων διατροφής έχει 300 ευρώ το κιλό.
ΑΠΟΞΗΡΑΝΣΗ - ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
Οι τεχνικές καλλιέργειας και οι απαιτήσεις
Η καλλιέργεια της σπιρουλίνας απαιτεί μία ελάχιστη θερμοκρασία. Η ιδανική θερμοκρασία του νερού είναι οι 37οC. Σε ένα περιβάλλον με υψηλότερη θερμοκρασία από αυτή τη θερμοκρασία έχουμε ζημιές στην παραγωγή, ενώ σε χαμηλότερες θερμοκρασίες η ταχύτητα πολλαπλασιασμού της σπιρουλίνας πέφτει αναλογικά με τη θερμοκρασία. Στους 20οC σταματάει στην πράξη η ανάπτυξη της σπιρουλίνας.
Σοδειά 30.000 € ανά στρέμμα για τη σπιρουλίνα
Για να διατηρηθεί το νερό με το θρεπτικό υλικό στην επιθυμητή θερμοκρασία πρέπει να θερμαίνεται με τεχνητό τρόπο. Για τον λόγο αυτό τοποθετούνται οι δεξαμενές μέσα σε ένα θερμοκήπιο, αλλά αυτό δεν επαρκεί. Θα πρέπει να υπάρχει σύστημα θέρμανσης και φωτισμού. Η λύση όμως αυτή είναι πολύ ενεργοβόρα και κοστίζει πολύ. Εάν η θέρμανση του νερού γίνεται με χρήση ηλεκτρικής ενέργειας, τότε αυξάνεται πολύ το κόστος παραγωγής. Μια ιδανική λύση αποτελεί η γεωθερμία, όπως είναι η περίπτωση της Νιγρίτας Σερρών.
Αποξήρανση
Σοδειά 30.000 € ανά στρέμμα για τη σπιρουλίνα
Το μόνο μέσο διατήρησης της σπιρουλίνας χωρίς να καταφύγει κάποιος στην ψύξη της σε ψυγεία είναι η ξήρανση. Στη βιομηχανία η σπιρουλίνα αποξηραίνεται με ρεύμα αερίου (spray - drying) πολύ υψηλής θερμοκρασίας αλλά για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Η αποξήρανση πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο σύντομη για να αποξηρανθεί χωρίς να υποστεί ζύμωση η σπιρουλίνα. Η σπιρουλίνα μπορεί να αποξηρανθεί και να διατεθεί με τη μορφή μακαρονιών ή σε μορφή αλεύρου ή σε χονδρές ίνες. Η καλά αποξηραμένη σπιρουλίνα είναι τραγανή. Αυτή πολλές φορές την κονιορτοποιούν ανάλογα με τη χρήση της. Η ξηρή σπιρουλίνα πρέπει να έχει 8-9% υγρασία για να διατηρείται χωρίς προβλήματα. Η συντήρηση
Η ξηρή σπιρουλίνα μπορεί να διατηρηθεί για πολύ καιρό χωρίς να χάσει τις ιδιότητές της, υπό την προϋπόθεση ότι θα διατηρηθεί σε γεμάτα και στεγανά φακελάκια, μακριά από το φως, τον αέρα και τις υψηλές θερμοκρασίες. Σε απλά φακελάκια μπορεί να διατηρηθεί για 3 μήνες χωρίς προβλήματα. Καλύτερη είναι η συσκευασία που διατηρεί τη σπιρουλίνα σε κενό αέρος. Σε αυτή την περίπτωση μπορεί να διατηρηθεί μέχρι 5 έτη.
Εξειδικευμένος ο εξοπλισμός που απαιτείται
Θερμοκήπια με ειδικές δεξαμενές απαιτούνται για την καλλιέργεια της σπιρουλίνας, που εδώ και χρόνια αποτελεί αντικείμενο πειραμάτων της ΝΑΣΑ για τη χρησιμοποίησή της ως τροφή για τους αστροναύτες κατά τη διάρκεια παραμονής τους στο διάστημα.
Ανάλογα με τη χώρα, τα υλικά κατασκευής διαφέρουν. Σε χώρες της Αφρικής αλλά και της νοτιοανατολικής Ασίας (Ινδίες και Ζαΐρ) χρησιμοποιούνται πολύ απλά συστήματα, όπου φύλλα από φοίνικες χρησιμοποιούνται για την προστασία από την υπερβολική ηλιοφάνεια. Οι δεξαμενές στις μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις είναι από πλαστικό, είναι μικρών διαστάσεων και χωρίς να υπάρχει ο μηχανισμός της αναμοχλεύσεως του νερού. Οι δεξαμενές γίνονται με διάφορους τρόπους. Η αρχή αυτών των συστημάτων είναι απλή. Ο αντικειμενικός σκοπός είναι η μέγιστη παραγωγή με το ελάχιστο κόστος. Η θέρμανση του νερού λόγω του θερμού κλίματος και του μικρού μεγέθους των δεξαμενών δεν αποτελεί πρόβλημα.
Με κάλυψη θερμοκηπίου
Στις χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, οι δεξαμενές καλλιέργειας της σπιρουλίνας βρίσκονται συνήθως μέσα σε θερμοκήπιο, αφενός για να διατηρείται το νερό σε ικανοποιητικό βαθμό θερμό, αφετέρου για να προστατεύεται η καλλιέργεια από διάφορες ξένες ύλες που μπορούν να μολύνουν το θρεπτικό υγρό.
Οι δεξαμενές φέρουν σύστημα θερμάνσεως του νερού ή χρησιμοποιούν νερό που έχει κατάλληλη θερμοκρασία και προέρχεται από τη γεωθερμία ή χρησιμοποιούν άλλα νεότερα συστήματα (φωτοβιοαντιδραστήρας κλπ.).
Το σύστημα με την τεχνητή θέρμανση έχει μεγάλο κόστος εγκατάστασης αλλά και μεγάλο κόστος παραγωγής.
Ο απαραίτητος εξοπλισμός για την παραγωγή της σπιρουλίνας είναι ο εξής:
Θερμοκήπιο: Οι δεξαμενές περιβάλλονται από ένα θερμοκήπιο από πλαστικό. Το θερμοκήπιο χρησιμοποιείται ώστε να διατηρείται η θερμοκρασία σε κανονικά επίπεδα αλλά και να προστατεύεται το νερό των δεξαμενών από την είσοδο διάφορων υλικών.
Δεξαμενές: Οι δεξαμενές είναι ρηχές, βάθους 0,30-0,40 cm και πλάτους και μήκους που ποικίλλουν ανάλογα με το μέγεθος της μονάδος. Οι δεξαμενές αυτές είναι γεμάτες με νερό, το οποίο μπορεί να είναι βρόχινο νερό ή της βρύσης αλλά με μικρή περιεκτικότητα σε χλώριο.
Οι δεξαμενές δεν πρέπει να έχουν οξείες γωνίες αλλά να είναι στρογγυλοποιημένες. Η βάση τους πρέπει να είναι επίπεδη με μία μικρή κλίση προς μία κατεύθυνση ώστε να διευκολύνεται το άδειασμα.
Η ταυτότητα του μικροοργανισμού
Η σπιρουλίνα είναι ένα φύκι, ένας μικροοργανισμός που ευρίσκεται στο νερό με μήκος 0,3mm και έχει τη μορφή σπείρας και χρώμα πράσινο-μπλε. Οι μικροοργανισμοί αυτοί παρουσιάσθηκαν στη γη πριν από 3,5 εκατομμύρια χρόνια, δηλαδή έχουν σχεδόν την ηλικία της γης. Οι μικροοργανισμοί αυτοί είχαν ουσιαστικό ρόλο στη μετατροπή της πρώτης ατμόσφαιρας του πλανήτη μας στη σημερινή της μορφή, με την παραγωγή οξυγόνου με τη βοήθεια της φωτοσύνθεσης, αλλά και στην εξέλιξη όλων των έμβιων όντων. Οι πρώτες μορφές ζωής στη γη ήταν τα βακτήρια, που υπάρχουν εδώ και 3,4 δισεκατομμύρια χρόνια. Στη συνέχεια αναπτύχθηκαν τα κυανοβακτήρια ή άλγη. Ενα από αυτά είναι η σπιρουλίνα.
Τρόφιμο με ιδιαίτερα υψηλή διατροφική αξία
Η σπιρουλίνα είναι το πιο πλήρες τρόφιμο που υπάρχει στον κόσμο. Επίσης θεωρείται ένα σημαντικό συμπλήρωμα διατροφής χάρη στις θεραπευτικές της ιδιότητες. Τα περισσότερα που έχουν γραφεί για τη σπιρουλίνα σαν στοιχείο της διατροφής του ανθρώπου έχουν γραφεί τη δεκαετία του 1940, βεβαίως από τότε έχουν γίνει πολλές νεότερες έρευνες και έχουν γραφεί πολύ σημαντικά πράγματα.
Αντίθετα από άλλους μικροοργανισμούς, η σπιρουλίνα είναι πλούσια σε ιχνοστοιχεία, που απορροφώνται πολύ εύκολα από τον οργανισμό του ανθρώπου.
Είναι πολύ πλούσια πηγή πρωτεϊνών, των οποίων το ποσοστό ποικίλλει μεταξύ 50-70% του ξηρού της βάρους (έχει δύο φορές περισσότερη πρωτεΐνη από τη σόγια, τρεις φορές περισσότερη από το μοσχαρίσιο κρέας), οι πρωτεΐνες της σπιρουλίνας δίνουν στον ανθρώπινο οργανισμό σχεδόν το σύνολο των βασικών αμινοξέων, γεγονός που την καθιστά τρόφιμο απαραίτητο στη διατροφή των χορτοφάγων.
Η σπιρουλίνα είναι εξαιρετικά πλούσια σε βιταμίνες. Η β-καροτίνη που υπάρχει στη σπιρουλίνα καλύπτει τις ημερήσιες ανάγκες ενός ενήλικα με 2g σπιρουλίνας. Επίσης περιέχει τη βιταμίνη Ε, που διακρίνεται για τις αντιοξειδωτικές της ιδιότητες. Ακόμη έχει πολλές βιταμίνες της ομάδας Β και ειδικά τη Β12 (τέσσερις φορές περισσότερη από το ωμό συκώτι). Η βιταμίνη αυτή πολύ σπάνια συναντάται στις τροφές που χρησιμοποιούν οι χορτοφάγοι.
Επίσης είναι πλούσια σε ιχνοστοιχεία και μέταλλα. Πρέπει να σημειώσουμε επίσης την παρουσία του ασβεστίου, του φωσφόρου και του μαγνησίου σε ποσότητες που είναι παρόμοιες με εκείνες του γάλακτος.

ΠΗΓΗ:  ΕΘΝΟΣ

ΒΑΛΣΑΜΟ ΜΕ ΕΣΟΔΑ 2.500 ΕΥΡΩ ΑΝΑ ΣΤΡΕΜΜΑ!!!!!!!

Βάλσαμο με έσοδα 2.500 ευρώ ανά στρέμμα

Σε διαρκή ανάπτυξη είναι η παγκόσμια αγορά για βιολογικά φαρμακευτικά φυτά

Οι αποδόσεις του βάλσαμου ποικίλλουν ανάλογα με τη γονιμότητα του εδάφους, τις καλλιεργητικές πρακτικές, τη μέθοδο συγκομιδής και τις συνθήκες αποξήρανσης
Οι αποδόσεις του βάλσαμου ποικίλλουν ανάλογα με τη γονιμότητα του εδάφους, τις καλλιεργητικές πρακτικές, τη μέθοδο συγκομιδής και τις συνθήκες αποξήρανσης
Το υπερικό των αρχαίων Ελλήνων, το γνωστό σε όλους βάλσαμο, αποτελεί μια εναλλακτική καλλιέργεια με σημαντικές οικονομικές αποδόσεις, για την ανάπτυξη της οποίας μπορούν να αξιοποιηθούν φτωχά και ξηρά πεδινά και ημιορεινά εδάφη.
Πρόκειται για μια καλλιέργεια που εμφανίζει σημαντικές προοπτικές, όντας το βάλσαμο ένα προϊόν που χρησιμοποιείται στις βιομηχανίες τροφίμων και φαρμάκων. Η εμπορία του βάλσαμου μπορεί να χαρακτηρίζεται από τον μικρό αριθμό των αγοραστών χονδρικής αλλά και από τον ανταγωνισμό που ασκείται από άλλες χώρες, όπου τα εργατικά είναι χαμηλότερα, ωστόσο η παγκόσμια αγορά για βιολογικά φαρμακευτικά φυτά είναι σε διαρκή ανάπτυξη.
Χωρίς ιδιαίτερες καλλιεργητικές φροντίδες, το βάλσαμο μοιάζει ικανό να δώσει μια διέξοδο στις σημερινές δύσκολες συνθήκες που αντιμετωπίζει η ελληνική γεωργία.
Το βάλσαμο έχει διάφορες κοινές ονομασίες όπως: βαλσαμόχορτο, λειχηνόχορτο, προδρόμου βότανο, σπαθόχορτο.
Είναι πολυετής πόα και ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά-μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Οι χρήσεις του πολλές. Το βάλσαμο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ξηρό ή νωπό.
Το βάλσαμο, αποξηραμένο, χρησιμοποιείται σε αφεψήματα. Επίσης το βάλσαμο σε μορφή σκόνης χρησιμοποιείται στην παρασκευή ζελέ, κάψουλων και χαπιών.
Βάλσαμο με έσοδα 2.500 ευρώ ανά στρέμμα
Σε νωπή κατάσταση χρησιμοποιείται στη σύνθεση πολλών προϊόντων, όπως είναι: ξίδι, αλκοολούχα ποτά, έλαια, γλυκερίνη κλπ. Επίσης χρησιμοποιείται σε αλοιφές, λοσιόν για μασάζ, σαπούνια, σαμπουάν κλπ.
Με ιδιότητες που το κατατάσσουν σε ένα από τα πολύ σημαντικά για τον άνθρωπο θεραπευτικά βότανα, το βαλσαμόχορτο από την αρχαιότητα είναι γνωστό για την αποτελεσματική αντιμετώπιση δερματολογικών προβλημάτων, την επούλωση πληγών και την ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος.
Το βάλσαμο είναι πολυετής πόα και ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά ή μέτριας γονιμότητας και ξηρικά
Το βάλσαμο είναι πολυετής πόα και ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά ή μέτριας γονιμότητας και ξηρικά


Στις μέρες μας, όμως, είναι ένα από τα βότανα που έχουν ερευνηθεί περισσότερο και με ιδιαίτερα ενθαρρυντικά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της ήπιας και μέτριας κατάθλιψης και άλλων ψυχικών και νευρολογικών διαταραχών.
Μεγάλη απόδοση
Οι τεχνικές για μια αποδοτική φυτεία
Ακαθάριστο εισόδημα της τάξης των 2.500 ευρώ ανά στρέμμα μπορεί να δώσει η ανάπτυξη της πολλά υποσχόμενης καλλιέργειας βάλσαμου στην Ελλάδα, αφήνοντας σημαντικό κέρδος στους καλλιεργητές, δεδομένου ότι το ετήσιο στρεμματικό κόστος παραγωγής υπολογίζεται μεταξύ 250 και 350 ευρώ.
Βέβαια, το κόστος είναι δύσκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια, επειδή εξαρτάται από πολλούς παράγοντες που είναι διαφορετικοί σε κάθε γεωργική εκμετάλλευση.
Οι αποδόσεις επίσης του βάλσαμου ποικίλλουν πολύ, ανάλογα με τη γονιμότητα του εδάφους, τις καλλιεργητικές πρακτικές, τις μετεωρολογικές συνθήκες, τη μέθοδο συγκομιδής, τις συνθήκες αποξήρανσης κλπ. Πιο συγκεκριμένα, κυμαίνονται μεταξύ 100- 500 κιλών ανά στρέμμα σε ξηρά φυτά κατά το δεύτερο έτος.
Στον Καναδά το αποξηραμένο βάλσαμο πωλείται 10-12 ευρώ το κιλό.
Στην Ελλάδα μπορεί να αναπτυχθεί η καλλιέργειά του και να δώσει ένα ακαθάριστο εισόδημα 2.000-2.500 ευρώ το στρέμμα.
Το καλό έδαφος για την καλλιέργεια του βάλσαμου εξαρτάται από την περιεκτικότητά του σε ανόργανα στοιχεία, την οργανική ουσία, την περιεκτικότητα σε ασβέστιο, τη χλωρή λίπανση και την καλή στράγγιση.
Το βάλσαμο δεν είναι απαιτητικό φυτό και γι' αυτό γενικά τοποθετείται στο τέλος της αμειψισποράς. Οι ανάγκες του βάλσαμου σε θρεπτικά στοιχεία εκτιμώνται σε:
  • 6-8 kg άζωτο ανά στρέμμα σε ετήσια βάση.
  • 4-6 kg φωσφόρο ανά στρέμμα σε ετήσια βάση.
  • 8-10 kg κάλιο ανά στρέμμα σε ετήσια βάση.
Κατά την πρώτη εγκατάσταση του βάλσαμου γίνεται σπορά των σπόρων απευθείας στο έδαφος ή με φύτευση των φυταρίων που έχουν παραχθεί στο φυτώριο. Το ποσοστό του φυτρώματος των σπόρων του βάλσαμου είναι χαμηλό (15-56% στους 20-25ο C), ενώ οι σπόροι πριν από τη σπορά απαιτούν προκαταρκτικούς χειρισμούς.
Η καλύτερη θερμοκρασία για το φύτρωμα των σπόρων είναι 16-23ο βαθμοί Κελσίου.
Μετά τη σπορά μέχρι τη μεταφύτευση των φυταρίων απαιτούνται 2-3 μήνες.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του βάλσαμου είναι ότι για να φυτρώσουν οι σπόροι του έχει ανάγκη από φως. Η μέθοδος αυτή πολλαπλασιασμού του βάλσαμου είναι εύκολη, αλλά η περίοδος του φυτρώματος διαρκεί πολύ χρόνο και είναι ακανόνιστη.
Για να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της μεθόδου συστήνεται η σπορά ενός μεγαλύτερου αριθμού σπόρων από τον κανονικό.
Η σπορά πρέπει να γίνεται επιφανειακά σε γραμμές πατώντας ελαφρά τους σπόρους ώστε να έρθουν σε καλή επαφή με το χώμα. Οι σπόροι απαιτούν 4 εβδομάδες για να φυτρώσουν.
Τα φυτά του βάλσαμου είναι έτοιμα να μεταφυτευτούν στον αγρό όταν έχουν μέγεθος 10 cm τουλάχιστον.
Η μεταφύτευση γίνεται τους μήνες Απρίλιο-Μάιο. Απαιτείται οι αποστάσεις μεταξύ των φυτών επάνω στις γραμμές φυτεύσεως να είναι 30-45 cm και 70-75 cm μεταξύ των γραμμών.
Με τον τρόπο αυτόν υπάρχουν περίπου 5.000 φυτά ανά στρέμμα. Τα φυτά ωριμάζουν και ανθίζουν στο δεύτερο έτος. Πρέπει να αρδεύεται το βάλσαμο πριν και μετά τη φύτευση των φυταρίων. Το βάλσαμο ανέχεται την ξηρασία από τη στιγμή που έχει εγκατασταθεί.
Αντίθετα, κατά τη σπορά αλλά και στο πρώτο έτος της ανάπτυξής του το φυτό έχει ανάγκη από άρδευση σε κανονικές χρονικές περιόδους.
Κατά τα δύο πρώτα έτη της αναπτύξεώς του το βάλσαμο αναπτύσσεται βραδέως και μπορεί εύκολα να κατακλυστεί από ζιζάνια.
Για τον λόγο αυτό θα πρέπει να καταπολεμούμε τα ζιζάνια πριν, αλλά και κατά τη διάρκεια της καλλιέργειας.
Η χρησιμοποίηση των φυτών της χλωρής λίπανσης μειώνει τον αριθμό των ζιζανίων.
Στη συνέχεια χρησιμοποιούνται οι μέθοδοι της μηχανικής καταστροφής των ζιζανίων (σκάλισμα, βοτάνισμα, φρεζάρισμα). Κατά τη διάρκεια του τρίτου και του τέταρτου έτους της αναπτύξεως συνιστάται το βοτάνισμα και το σκάλισμα για την αντιμετώπιση των ζιζανίων.
Αν και η ζιζανιοκτονία είναι μία εργασία που απαιτεί πολλά ημερομίσθια, εντούτοις ευνοεί τη συγκομιδή ώστε να επιτυγχάνεται καθαρό προϊόν υψηλής ποιότητας.
Η συγκομιδή πρέπει να γίνεται στην αρχή της άνθησης, όταν το 20-25% των φυτών έχουν ανθήσει και η περιεκτικότητά τους σε υπερικίνη είναι στον μέγιστο βαθμό, δηλαδή μεταξύ του τέλους Μαΐου και τέλους Ιουλίου.
Συγκομίζονται οι ανθοφόρες κορυφές και τα φύλλα.
Το βάλσαμο μπορεί να συγκομισθεί με μηχανικά μέσα με μια θεριστική μηχανή.
Μπορούμε να έχουμε από το πρώτο έτος της εγκατάστασης μία πρώτη συγκομιδή και ίσως και μία δεύτερη εάν τα φυτά έχουν μία δεύτερη όψιμη άνθηση. Από το δεύτερο έτος έχουμε δύο συγκομιδές, η πρώτη τον Ιούλιο και η άλλη τον Αύγουστο.
Η αποξήρανση, "κλειδί" για την ποιότητα του προϊόντος

Η αποξήρανση είναι το σημαντικότερο στάδιο που καθορίζει κατά πολύ μεγάλο βαθμό την ποιότητα του προϊόντος και επομένως τις δυνατότητες εμπορίας.
Οι ανθοφόρες κορυφές και τα φύλλα του βάλσαμου κόβονται σε μικρότερα τεμάχια και στη συνέχεια αποξηραίνονται σε σκοτεινό μέρος και σε μια θερμοκρασία 30-45ο C για 3-7 ημέρες. Στο τέλος της αποξήρανσης η υγρασία του προϊόντος ευρίσκεται στους 5-8ο C. Εάν το ποσοστό υγρασίας είναι πιο υψηλό, τότε υπάρχει κίνδυνος μουχλιάσματος, με αποτέλεσμα την ακαταλληλότητα του προϊόντος για κατανάλωση.
Στη συνέχεια συσκευάζονται σε σάκους πολυαιθυλενίου κατάλληλους για συσκευασία τροφίμων που διατηρούνται σε χώρους που προστατεύονται από το φως.
Η αποθήκη όπου αποθηκεύεται το προϊόν πρέπει να είναι καθαρή, χωρίς οσμές, σκοτεινή, ξηρή, με μία σταθερή και χαμηλή θερμοκρασία.
Εάν οι συνθήκες αποθήκευσης είναι καλές, τα άνθη και οι οφθαλμοί διατηρούν τις φυτοενεργές τους ουσίες για μία διάρκεια 6-9 μηνών.
Ο έλεγχος της ποιότητας στην ουσία πρέπει να είναι οργανοληπτικός. Η γενική εικόνα του προϊόντος, το χρώμα, η οσμή, η αφή με το προϊόν και ανάλογα με την περίπτωση η γεύση είναι οι παράμετροι που μας επιτρέπουν να ελέγξουμε το καλό ή το κακό προϊόν. Για το βάλσαμο, εκείνο που επιζητούμε είναι να έχει το προϊόν το μέγιστο ποσοστό σε οφθαλμούς, άνθη και φύλλα.
Παραδοσιακή "συνταγή"

Παραδοσιακά το βάλσαμο χρησιμοποιείται με τη μορφή του "κόκκινου ελαίου" που το παρασκευάζουν αφήνοντας για αρκετές ημέρες στον ήλιο τις κορυφές των ανθέων μέσα σε λάδι για αντιμετώπιση ασθενειών των νεφρών, του στομάχου και των πνευμόνων.
  • Είναι πλούσιο σε φαινολικές ενώσεις, όπως το καφεϊκό οξύ και τα φλαβονοειδή.
  • Το αιθέριο έλαιο του βάλσαμου περιέχει περίπου 40 διαφορετικά συστατικά.
  • Το φυτό του βάλσαμου περιέχει 0,6-3 ml αιθέριου ελαίου ανά κιλό φυτικής μάζας.
  • Το βάλσαμο έχει το αιθέριο έλαιο στα φύλλα, τους βλαστούς, τις ρίζες, τα άνθη.
  • Η περιεκτικότητα του φυτού σε αιθέριο έλαιο ποικίλλει ανάλογα με την περίοδο ανθήσεως.
Αποτελούσε φάρμακο και στην αρχαιότητα

Το βάλσαμο είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Οι Ελληνες το χρησιμοποιούσαν για την περιποίηση των πληγών, των τραυμάτων, των εσωτερικών μολύνσεων και των νευραλγιών. Ο Διοσκουρίδης, ο Πλίνιος και ο Ιπποκράτης χρησιμοποιούσαν το βάλσαμο για να αντιμε­τω­πίσουν ισχιαλγίες και δαγκώματα από δηλητηριώδη ζώα. Για πολλούς αιώνες χρησιμοποιήθηκε το βάλσαμο ως βασικό συστατικό πολλών φαρμάκων για την αντιμετώπιση νευραλγιών, της νυκτερινής ενούρησης, της κατάθλιψης, της αϋπνίας και της κακής ψυχικής διάθεσης των γυναικών που προέρχεται από την εμμηνόπαυση. Τον 16ο αιώνα χρησιμοποιήθηκε ως θεραπευτικό των τραυμάτων κυρίως από τον Παράκελσο και άλλους ιατρούς της εποχής. Το 1652 ο Culpeper είναι ο πρώτος που το χρησιμοποίησε σαν φάρμακο για την αντιμετώπιση της μελαγχολίας και της τρέλας. Επιστημονικά το βάλσαμο αναγνωρίστηκε ως φάρμακο εναντίον της κατάθλιψης από το 1990. Στις ΗΠΑ σήμερα διατίθεται και ως συμπλήρωμα διατροφής. Στη δε Γερμανία έχει τη μεγαλύτερη χρήση από όλα τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα.

Πηγή:  ΕΘΝΟΣ

ΧΡΥΣΕΣ ΑΠΟΔΟΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΤΑΜΝΑΓΚΑΘΙ !!!!!!!!!


Η μεγάλη ζήτηση κρατά σε υψηλά επίπεδα τις τιμές πώλησης του άγριου ραδικιού

Το σταμναγκάθι είναι ένα πολυετές αγκαθωτό φυτό, η σπορά του οποίου ξεκινά το φθινόπωρο
Το σταμναγκάθι είναι ένα πολυετές αγκαθωτό φυτό, η σπορά του οποίου ξεκινά το φθινόπωρο


Μια ιδιαίτερα επικερδή εναλλακτική καλλιέργεια μπορεί να αποτελέσει το δημοφιλές και νόστιμο φυτό-χόρτο της Κρήτης, το σταμναγκάθι.
Το σταμναγκάθι είναι ένα είδος άγριου ραδικιού, η εμπορική ζήτηση για το οποίο κρατά σταθερά τις τιμές πώλησής του σε πολύ υψηλά επίπεδα σε σχέση με άλλα είδη χόρτων, ενώ η φήμη του άρχισε τα τελευταία χρόνια να περνά τα σύνορα της χώρας και να αποκτά εξαγωγική προοπτική. Καλλιεργείται ευρέως στην Κρήτη, από όπου και έγινε γνωστό, ωστόσο φαίνεται ότι μπορεί να αναπτύσσεται εξίσου ικανοποιητικά σε παραθαλάσσιες ζώνες αλλά και πλαγιές βουνών και οροπεδίων (πάνω από 1000 μέτρα υψόμετρο) και σε άλλες περιοχές της χώρας. Το σταμναγκάθι συνδυάζει ένα μεγάλο εύρος φαρμακευτικών χρήσεων και είναι γνωστό για τις αντισηπτικές αλλά και τις αντιρρευματικές του ιδιότητες.
Το σταμναγκάθι είναι ένα πολυετές αγκαθωτό φυτό, η σπορά του οποίου ξεκινά το φθινόπωρο και συγκομίζεται κάθε 40 περίπου μέρες, με την περίοδο παραγωγής να διαρκεί 9 με 10 μήνες.
Η μόνη περίοδος που το σταμναγκάθι έχει φύλλα είναι την άνοιξη. Τότε πρέπει να κοπεί όλο το κλαρί, δηλαδή ο θαμνίσκος, για να καθαριστεί.
Τον πρώτο χρόνο το φυτό σχηματίζει ρόδακα με τα φύλλα του, ενώ ο βλαστός του, που αναπτύσσεται προς τα επάνω, γίνεται αγκάθι. Ετσι, σιγά σιγά μετατρέπεται σε έναν μικροσκοπικό θάμνο, όπου ανάμεσα στα αγκάθια κάνει κάθε χρόνο τα φύλλα του.
Το βιομηχανικό σπανάκι σπέρνεται δύο φορές τον χρόνο και για κάθε σπορά πραγματοποιούνται δύο συγκομιδές. Η πρώτη πραγματοποιείται τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο για να δώσει παραγωγή τον Απρίλιο-Μάιο, ενώ
Το βιομηχανικό σπανάκι σπέρνεται δύο φορές τον χρόνο και για κάθε σπορά πραγματοποιούνται δύο συγκομιδές. Η πρώτη πραγματοποιείται τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο για να δώσει παραγωγή τον Απρίλιο-Μάιο, ενώ η δεύτερη τον Ιούλιο-Αύγουστο για να δώσει παραγωγή στο τέλος φθινοπώρου





Το παράδοξο είναι ότι γνήσιο σταμναγκάθι δεν δίνει το φυτό πάνω από 2-3 χρόνια, εξαιτίας όπως λένε οι ειδικοί του γεγονότος ότι η επικονίαση τροποποιεί στο πέρασμα των χρόνων το φύλλωμα.
Πάντως, σε συγκριτικές μελέτες μεταξύ βιολογικής και συμβατικής καλλιέργειας σταμναγκαθιού, δεν βρέθηκαν διαφορές ως προς την ανάπτυξη των φυτών (Ακουμιανάκης 2007), γεγονός που ενδυναμώνει τη βιολογική καλλιέργεια του σταμναγκαθιού. Το σταμναγκάθι παρουσιάζει στοιχεία μεγάλης προσαρμοστικότητας σε συνθήκες έλλειψης εδαφικής υγρασίας καθώς και μεγάλης ικανότητας απορρόφησης νατρίου από το περιβάλλον των ριζών.
Χρυσές αποδόσεις για το σταμναγκάθι
Πανεπιστημιακή μελέτη του Γεωπονικού Πανεπιστήμιου κατέδειξε ότι το σταμναγκάθι θαυμάσια μπορεί να καλλιεργηθεί και σε βιολογική καλλιέργεια χωρίς πρόβλημα. Μια πειραματική καλλιέργεια υπό την επίβλεψη καθηγητών του Γεωπονικού Πανεπιστημίου οδήγησε στο συμπέρασμα ότι μπορεί να ανταποκριθεί πλήρως στη βιολογική θρέψη και να ενταχθεί σε ένα πρόγραμμα βιολογικής καλλιέργειας.
Στη μελέτη αναφέρεται ότι μελετήθηκε η επίδραση οργανικής και ανόργανης θρέψης σε καλλιέργεια σταμναγκαθιού. Τα φυτά αναπτύχθηκαν από σπόρο που συλλέχθηκε από προηγούμενη καλλιέργεια στο εργαστήριο των κηπευτικών καλλιεργειών και η ανάπτυξη των φυτών έγινε σε τεχνητό υπόστρωμα τύρφης και περλίτη.
Εφαρμόστηκαν δύο διαφορετικές μεταχειρίσεις θρέψης των φυτών, οι οποίες αντιστοιχούσαν στη χορήγηση ίσων ποσοτήτων θρεπτικών στοιχείων είτε μέσω συμβατικών υδατοδιαλυτών λιπασμάτων είτε μέσω συνδυασμού οργανικών λιπασμάτων με συμβατό με τη βιολογική γεωργία ανόργανο λίπασμα.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν υπήρξε διαφοροποίηση στην ανάπτυξη των φυτών μεταξύ των δύο επεμβάσεων. Το σταμναγκάθι αντιδρά εξίσου καλά και στις δύο μορφές λίπανσης, ενώ δείχνει στοιχεία μεγάλης προσαρμοστικότητας σε συνθήκες έλλειψης εδαφικής υγρασίας καθώς και μεγάλης ικανότητας απορρόφησης νατρίου από το περιβάλλον των ριζών.
Το σταμναγκάθι είναι γνωστό ως τροφή αλλά και ως βότανο από την αρχαιότητα. Οι Αιγύπτιοι το γνώριζαν ήδη από την 4η χιλιετία π.Χ. Στην Ελλάδα οι προσπάθειες καλλιέργειας φαίνεται να άρχισαν τη δεκαετία του 1920. Και σίγουρα οι πρώτοι που το επιχείρησαν αυτό ήταν κάτοικοι από τα χωριά της Γραμβούσας Κισσάμου στον νομό Χανίων. Υψηλά κέρδη για τους παραγωγούς
Καθαρά κέρδη που φθάνουν να ξεπερνούν τις 4.000 ευρώ ανά στρέμμα σε ετήσια βάση αποδίδει το περιζήτητο σταμναγκάθι, που κάνει θραύση στην εγχώρια αγορά παρά την υψηλή τιμή του, ενώ αξιοσημείωτη είναι και η ζήτηση για το προϊόν από χώρες του εξωτερικού, όπως η Γαλλία. Η στρεμματική απόδοση του πασίγνωστου αυτού χόρτου υπολογίζεται σε 2 και πλέον τόνους κατ΄ έτος, με την τιμή παραγωγού να κινείται στα επίπεδα των 3-3,5 ευρώ το κιλό. Με το κόστος παραγωγής να φθάνει το 1 ευρώ ανά κιλό, το καθαρό κέρδος για τον παραγωγό υπολογίζεται σε 2 ευρώ περίπου ανά κιλό.
Αξιοσημείωτη βέβαια είναι και η τεράστια ψαλίδα στην τιμή παραγωγού και τη λιανική τιμή πώλησης που ξεπερνάει σε κάποιες περιπτώσεις και τα 10 ευρώ. Γεγονός που αποδεικνύει το σκάνδαλο κερδοσκοπίας στην αγορά που συντηρούν οι μεσάζοντες εις βάρος των παραγωγών και των καταναλωτών. Παρ' όλα αυτά όμως, παραμένει ένα προϊόν που εξασφαλίζει υψηλά κέρδη στους καλλιεργητές. Οπως αναφέρει στις "Επαγγελματικές Ευκαιρίες" ο Γιάννης Κουρτάκης, παραγωγός από τον Κίσσαμο Χανίων, που μεταξύ άλλων καλλιεργεί και σταμναγκάθι, "είναι ένα εύκολο στην καλλιέργεια προϊόν, που έχει αποκτήσει μια δυναμική τα τελευταία χρόνια στην εγχώρια αγορά και διαθέτει εξαγωγική προοπτική. Το τελευταίο διάστημα υπάρχει ζήτηση για σταμναγκάθι από χώρες της Ευρώπης όπως η Γαλλία".
Η ζήτηση, τα έσοδα και οι δαπάνες
Διάθεση - Ζήτηση: Η ομάδα των παραγωγών υπογράφει συμβόλαια κάθε καλλιεργητική περίοδο με εταιρεία εμπορίας κατεψυγμένων λαχανικών, η οποία αναλαμβάνει τη συγκομιδή της καλλιέργειας. Τα τελευταία χρόνια, η ζήτηση των κατεψυγμένων λαχανικών αυξάνεται τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή αγορά, ως συνέπεια του σύγχρονου τρόπου ζωής των ανθρώπων.
Απόδοση: Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της επιτόπιας έρευνας, τα οποία αφορούν την καλλιεργητική περίοδο 2007, η μέση στρεμματική απόδοση ήταν 1.967 κιλά ανά στρέμμα με κατώτερη τιμή 1.800 κιλά ανά στρέμμα και ανώτερη 2.100 κιλά ανά στρέμμα.
Κόστος παραγωγής: Στις συνολικές παραγωγικές δαπάνες, το μεγαλύτερο ποσοστό καταλαμβάνουν το κεφάλαιο (81,11%) (70,8% μεταβλητό κεφάλαιο και 29,2% σταθερό κεφάλαιο) και οι δαπάνες του εδάφους (17,3%), ενώ η εργασία συμμετέχει σε πολύ μικρό ποσοστό (1,58%). Το κόστος του εισαγόμενου από την Ιταλία σπόρου ανέρχεται στα 61 ευρώ ανά στρέμμα. Το μέσο κόστος παραγωγής ανέρχεται στα 0,19 ευρώ ανά στρέμμα με μέγιστη τιμή 0,21 ευρώ ανά στρέμμα και ελάχιστη τιμή 0,18 ευρώ ανά στρέμμα. Για να είναι βιώσιμη η καλλιέργεια, η τιμή πώλησης του προϊόντος θα πρέπει να είναι πάνω από 0,10 ευρώ ανά κιλό, έτσι ώστε να μπορούν να καλυφθούν οι μεταβλητές δαπάνες παραγωγής του προϊόντος.
Μεταβλητές δαπάνες (ευρώ ανά στρέμμα) στην καλλιέργεια του βιομηχανικού σπανακιού:
  • Σπόροι 61,11 ευρώ
  • Λιπάσματα 36,17 ευρώ
  • Κόστος καταπολέμησης 15,24 ευρώ
  • Αμοιβή ξένης εργασίας 6,55 ευρώ
  • Αμοιβή ξένης μηχανικής εργασίας 32,96 ευρώ
  • Διάφορα (τέλη, ηλεκτρικό κ.λπ.) 41,08 ευρώ
Σύνολο: 193,11 ευρώ.